Τρίτη 24 Μαΐου 2022

ΑΣ ΛΕΝΕ, ΠΟΤΕ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΡΓΑ

Με λένε Τριαντάφυλλο αλλά με φωνάζουν  Τριάντο για το συντομότερο κι είμαι 57 χρονών σήμερα. Παρακολουθώ συχνά τις ιστορίες που γράφουν οι φίλοι στο site  κι αποφάσισα να γράψω και την δική μου. Χώρισα πριν 10 χρόνια γιατί η γυναίκα μου με έπιασε να πηδάω στο κρεβάτι μας την κολλητή της φίλη και κουμπάρα μας κι έπαθε αμόκ. Σάτυρο με ανέβαζε, ανώμαλο με κατέβαζε και δεν με ήθελε να υπάρχω στο σπίτι γιατί θα χαλούσα την ηθική και της κόρης μας. Δεν άκουγε κουβέντα και με χώρισε με διαδικασίες εξπρές.
Ένοιωθα στην αρχή σαν χαμένος αλλά συνήθισα. Η κουμπάρα με βοήθησε μιας κι ο κουμπάρος δεν είχε την ίδια συμπεριφορά με την γυναίκα μου. Αυτός δεν την χώρισε και πολύ καλά έκανε. Έτσι με έσωσε κι εμένα γιατί αν την χώριζε τότε εγώ αφενός θα την είχα παντρευτεί  και αφετέρου δεν θα είχα τις ερωτικές εμπειρίες που απέκτησα μετά και με την ίδια αλλά και με τις επόμενες ερωμένες μου. 
Αποφεύγοντας συναισθηματισμούς, αγάπες και λουλούδια συνέχισα να πηδάω την κουμπάρα, στην εργένικη κατοικία μου πια και μάλιστα όλο και πιο σεξουαλικά και άγρια. Δεν είχε πρόβλημα με τις ώρες. Ο κουμπάρος παρά το κέρατο που του έριξε μαζί μου δεν την περιόρισε. Του έριχνε ένα παραμύθι και το έχαβε, δεν το έψαχνε. Ακόμα και ολόκληρη νυχτιά να έλειπε είχε τον τρόπο να τον κοιμίσει. Της έδινε βέβαια κι η αδελφή της κάλυψη, αλλά ήτανε και καπάτσα. 
Ελεύθερος πια από υποχρεώσεις κι αυτή με τον γάμο δεμένο και την ικανότητα να εξασφαλίζει άλλοθι αρχίσαμε να επεκτείνουμε τις σεξουαλικές μας εμπειρίες. Είχα κι έχω τρελές καύλες αφού ουσιαστικά μικρός γνώρισα την γυναίκα μου, μικρός την έπιασα γκόμενα,  μικρός την παντρεύτηκα κι άλλο μουνί εκτός μιας πουτάνας στα 16 μου και το δικό της δεν είχα γαμήσει. Η κουμπάρα μου ήταν το πρώτο και τελευταίο τσιλιμπούρδισμα μου 25 χρόνια έγγαμου βίου. 
Αρχίσαμε λοιπόν να κάνουμε μουρλά πράγματα. Να βλέπουμε σκληρές τσόντες. Να παίζουμε με βοηθήματα, υγρά, έλαια, μπαλάκια, δονητές παντός τύπου, δεσίματα, ρούχα, χειροπέδες κλπ. Συνεχίσαμε να βλέπουμε μέσω internet  άλλους να το κάνουν, ακόμα και με σκύλο το έκαναν οι αφιλότιμοι, συμμετείχαμε σε αλληλομαλακίσματα και άλλες μορφές cybersex. Τέλος την πήραμε παρτούζα, εγώ ένας συνάδελφος που δεν την ήξερε κι έναν που κουβάλησε αυτή χωρίς να ξέρω που τον βρήκε. Ενεά ώρες την γαμούσαμε συνέχεια σε όλες τις στάσεις κι οι πούτσοι μας ήταν όρθιοι κι ας είχα χύσει εγώ τουλάχιστον τρεις φορές. Αργότερα έμαθα πως η κυρία μας είχε ποτίσει στο ουίσκι, Viagra χωρίς να το ξέρουμε. Το επαναλάβαμε άλλη μια φορά κι ύστερα η κουμπάρα μου τα έφτιαξε με τον συνάδελφό μου και χωρίσαμε. Πλάκα, πλάκα το δικό μας οδοιπορικό κράτησε πάνω από τέσσερα χρόνια. 
Ελεύθερο πουλί συνέχισα να πειραματίζομαι και να απολαμβάνω το σεξ. Καύλα και στύση είχα και έχω, χωρίς μπλε βοήθεια. Ένα καλό μουνί να δω και τ’ αρχίδια μου χορεύουν ρούμπα κι από μουνιά σήμερα άλλο τίποτα κι εισαγωγής. 
Ρωσίδες αφρατομούνες, Πολωνέζες ρομπούστες, Ουγγαρέζες με κωλαράκια τορνευτά κι έτοιμα να δεχτούν στο βάθος τους κάθε διαμετρήματος καυλί και να το στεγνώσουν. Ακόμη κι οι άνυδρες Αλβανίδες ρουφάνε και καθαρίζουνε τις ψωλές σαν βδέλλες. Οι παλιές αξίες πάντα σταθερές. Οι Ιταλίδες αρτίστες στο κλαρίνο, οι Ισπανίδες με τα στήθη εκπαιδευμένα για πουτσομάλαγμα, οι Γαλλίδες με τις πάντα πρόθυμες κι ανικανοποίητες σούφρες τους κι οι Βόρειες, Αγγλίδες, Σουηδέζες, Γερμανίδες με αντοχές απαράμιλλές. Το προπέρσινο καλοκαίρι σε Κυκλαδίτικο νησί μια γερμανίδα έπαιρνε και ξανάπαιρνε την πενταμελή παρέα μου κι όποια ψωλή καλούσαμε σε βοήθεια κι ήταν διαθέσιμη για τρεις μέρες συνέχεια. Τελικά 15 αρσενικούς μας έβγαλε OFF. Ακόμη απορώ που το έβαλε τόσο γαμήσι. 
Πλάι στις ξένες κι οι δικές μας με ανεβασμένη libido, υγρές κι απελευθερωμένες από ταμπού και αγκυλώσεις χρόνων ζητούν το μερίδιο τους στην ευχαρίστηση. Μικρές, μεστές, ώριμες, ελεύθερες ή ζευγαρωμένες ποθούν για νέες εμπειρίες κι ηδονές που απαγορεύονταν στους προγόνους τους. Οι αρσενικοί δεν πάνε πίσω όλο και πιο πολύ γουστάρουν να τις βλέπουν, να τις μοιράζονται και να ικανοποιούνται από την πύρινη καύλα τους. 
Όπως του ζευγαριού που η γυναίκα, γύμνωνε τον άνδρα, τον έδενε σε κάθισμα, τον φίμωνε κι ύστερα γαμιώταν μαζί μου ή με τον κάθε εραστή που επέλεγε, πολλαπλά και άγρια. Εγώ έφευγα, αυτή τον έλυνε και την γαμούσε και την έδερνε μέχρι που πέφτανε ξεροί. Το πιο παράξενο είναι ότι ήταν δικό της βίτσιο, το γούσταρε αυτή και τον έβαλε στο κόλπο.  
Γούσταρα να παίρνω μέρος σε παρτούζες και να πηγαίνω με ζευγάρια αλλά πρόσεχα πολύ κι είμαι πολύ σχολαστικός γιατί υπάρχει πολύ πουστριλίκι ειδικά στο internet. Βάζουν οι φλώροι μπροστά τα μουνιά για να ψαρεύουν πούτσους κι ύστερα τους γεύονται αυτοί. Δεν γουστάρω ρε γαμώτο το πουστριλίκι. Τα μουνάκια να γλείφονται, να τρίβονται και να πλακώνονται είναι απόλαυση αλλά αρσενικοί, δε μου πάει. Δεν είναι όλα τα σάντουιτς και οι παρτούζες αλλαξοκώλια. Μου ‘χουν τύχει περιπτώσεις και περιπτώσεις που θα σας γράψω κάποτε. 
Χαιρόμουνα λοιπόν το γαμήσι κι όλο το μυαλό μου ήταν στο σεξ, εκτός από την δουλειά. Τελευταία αγόρασα και σπίτι μετά τον γάμο μου και την περιπλάνηση μου στα νοίκια. Σπίτι για εργένη σημαίνει κέντρο. Μέσα καρφί στη έντονη ζωή κι όχι στην οικογενειακή θαλπωρή των προαστίων. Σπίτι τζιτζί, 75άρι στον 5ο, ανακαινισμένο σ’ ανακαινισμένη οικοδομή, με δυο δωμάτια μπάνιο, ενιαία σαλονοκουζίνα και μπαλκόνι που βλέπει Λυκαβηττό. Α! κι εξασφαλισμένο παρκινγκ. 
Στην ίδια οικοδομή υπήρχε φαρμακείο παλιό που ανακαινιζότανε κι αυτό αφού άλλαζε διεύθυνση. Όταν τέλειωσε και πήγα στην οικοδομή το φαρμακείο λειτουργούσε με νέα διεύθυνση, αλλά δεν έδωσα σημασία. Θα είχε περάσει κανένα δίμηνο όταν κάτι χρειάστηκα και μπήκα μέσα. Έπαθα την πλάκα μου. Ένα μουνί γύρω στα 35-37 χρονών κάτσε καλά. Τα αρχίδια μου χορέψανε κλακέτες με την πρώτη. 
Κορμί πυρκαγιά, κώλος βραζιλιάνικός που στόλιζε το jean που τον έντυνε. Μέση γαζέλας με στήθος ούτε τεράστιο, ούτε μικρό στο τσάκ, πρόβαλε πάρτο φάτο, πίσω από την άσπρη μπλούζα. Μαλλί καρέ, καστανό με ανταύγειες κόκκινες. Πρόσωπο με δυο λακκάκια δεξιά κι αριστερά μόλις χαμογελούσε. Στόμα με χείλια για τσιμπούκι όχι προκλητικά όμως, γιατί το έκρυβε. Η προσεκτική ματιά όμως έβλεπε την υπόγεια ηδονή τους. Μάτια που πίσω από τα λεπτά συντηρητικά διορθωτικά γυαλιά και μια ομιχλώδη θλίψη της καθημερινότητας και του επαγγελματικού κομφορμισμού πρόβαλαν σαν δυο πύρινες μαύρες μπίλιες που φανέρωναν πάθος ατέλειωτο, επιμελώς κρυμμένο μέσα τους. Δίπλα στο γραφείο ένας κύριος στην ίδια ηλικία περίπου κι αυτός με άσπρη μπλούζα και συντηρητική εμφάνιση. 
Με το που βγήκα ένοιωθα να με τυλίγει και να με ακολουθεί το βλέμμα της. Είχα εκστασιαστεί. Ρώτησα κι έμαθα. Ήταν παντρεμένο ζευγάρι, χωρίς παιδιά. Αυτός λεγόταν Θέμης, ήταν μέτοχος σε φαρμακαποθήκη και χρηματοδότης του φαρμακείου. Ήταν 42 χρονών κι ας μη το έδειχνε. Αυτή ήταν η φαρμακοποιός, την λέγανε Άσπα κι είχαν μεταφέρει το φαρμακείο από άλλη περιοχή αλλά εδώ οι πληροφορίες μπερδευόταν. Άλλοι λέγανε από Πειραιά, άλλοι από Μέγαρα κι άλλοι από επαρχία της Πελοποννήσου. Τέλος πάντων για την Άσπα είχα γίνει τακτικός πελάτης του φαρμακείου. Με εξυπηρετούσε που τα φαρμακεία στις μέρες μας έχουν ψιλογίνει mini market κι έτσι πότε για ασπιρίνες πότε για αποσμητικό, πότε για σαμπουάν, πότε για οδοντόπαστες και πότε για κρέμες έκλεβα τις ματιές της Άσπας. Μ’ έκαιγε να την ρίξω στο κρεβάτι μου, την ποθούσα απελπισμένα. 
Δυστυχώς όμως ο Θέμης μπάστακας εκεί δεν μ’ άφηνε να την πλησιάσω. Όλο αυτός με εξυπηρετούσε ενώ πίσω του έβλεπα το βλέμμα της προσμονής της, τις ματιές που μου φανέρωναν το πάθος που είχε κι η Άσπα για μένα. Προσπαθούσα να πιάσω επαφή, αλλά τίποτα. Μια φορά την τράκαρα στην Τράπεζα αλλά δεν μπορούσαμε να μιλήσουμε για να μην καρφωθούμε.
-«Θέλω να σε δω κάπου ήσυχα» της είπα αποφασιστικά.
-«Δεν γίνεται» είπε
-«Δε θέλεις;» ρώτησα με αγωνία
-«Θέλω, θέλω μα δεν μπορώ, δε βλέπεις» είπε απογοητευμένη
Με κάποιο τρόπο της έδωσα το νούμερο από το κινητό μου και της ψιθύρισα να πάρει όταν μπορεί. Περίμενα δυο μέρες όταν το πρωί κατά τις 9 παρά με πήρε τηλέφωνο. Ο άντρας της είχε κατέβει ν’ ανοίξει το φαρμακείο κι αυτή έμεινε πίσω και με πήρε τηλέφωνο. Μιλήσαμε γρήγορα και αγχωμένα. Ο πόθος να βρεθούμε κοινός ο τρόπος επικοινωνίας δεν μπορούσε να βρεθεί. Όχι επαφές, όχι τηλέφωνα, όχι κινητά, όχι sms, όχι….. Αδιέξοδο. Ευτυχώς τελευταία στιγμή το internet και το email μπορούσε να αποτελεί ένα μέσο επαφής. Ο άντρας της δεν γνώριζε απ’ αυτά κι έτσι υπήρχε μια σχετική ασφάλεια. Στα email που ακολούθησαν βροχή επιβεβαιώθηκε κι από τους δυο το πάθος του ενός για τον άλλο, αλλά ο τρόπος και ο  τρόπος να το πραγματοποιήσουμε φαινόταν αδύνατο. Κάθε μέρα ο ένας γνώριζε τον άλλο κι ανάβαμε από την προσμονή και την ελπίδα να βρεθούμε. Πρότεινα τρόπους και τόπους αλλά από την άλλη υπήρχε η απόρριψη. Είχα φτάσει να προτείνω να τον φλομώσει στο υπνωτικό και να βρεθούμε αλλά δεν μπορούσε. Είχα απελπιστεί όταν μια Παρασκευή έλαβα το email. Θα πήγαιναν για διασκέδαση το βράδυ στα μπουζούκια. Με παρακαλούσε, αν μπορώ, να είμαι εκεί κι είχε την ελπίδα πως ή στο παρκινγκ ή στις τουαλέτες ή τέλος πάντων σε κάποια γωνιά θα μπορούσαμε να βρεθούμε. Μου έδωσε το κέντρο, την ώρα και το τραπέζι που είχαν κλείσει. Με κάποιες φιλίες, γιατί ήταν πράγματι μεγάλο μαγαζί, από τα 2-3 μεγαλύτερα, βρήκα τραπέζι. Πήρα μια Τσέχα υπάλληλο, την Σόνια  που έχω στο γραφείο, της πλήρωσα την έξοδο και διπλό μεροκάματο, για να κάνει την γλάστρα μη καρφωθώ και την κατάλληλη ώρα βρέθηκα στο κέντρο.  Η Άσπα δεν είχε έρθει. Σε περίπου 20’ ήρθε με τον άντρα της και δυο άλλα ζευγάρια. Ήταν πανέμορφη, φορούσε ένα μαύρο γυαλιστερό διακριτικό μίνι φόρεμα με ντεκολτέ και ξώπλατο που κάλυπτε μ’ ένα γούνινο μπουστάκι πανωφόρι. 
Κάθισαν ένα τραπέζι μπροστά από μας. Ο Θέμης μας είδε και μας χαιρέτησε. Είχαμε γίνει πια γνωστοί από τις τόσες φορές που πήγαινα στο φαρμακείο. Η  Άσπα μας χαιρέτησε κι αυτή μ’ ένα διακριτικό και χαριτωμένο νεύμα και χαμόγελο. Με άναψε. Όταν είδα και την πλάτη της, γιατί μας είχαν πλάτη, με δυσκολία κρατήθηκα να μην ορμίσω. Το πρόγραμμα άρχιζε. Για λόγους αβρότητας τους έστειλα ποτό. Με ευχαρίστησαν, ήπιαν στην υγεία μας και ανταπέδωσαν με λουλούδια. Το κέφι μεγάλωνε καθώς το αλκοόλ έκαιγε τα σωθικά μας και ο λουλουδοπόλεμος και οι προπόσεις έδιναν κι έπαιρναν. Ο Θάνος φαινόταν ντίρλα αλλά η Άσπα ούτε γύριζε να με δει. Θα ήταν γύρω στις δυόμιση όταν ο χορός είχε ανάψει όταν η Άσπα ανέβηκε πάνω στο τραπέζι με μια από τις γκόμενες από την παρέα και χόρεψε τσιφτετέλι. Κόμπρα, νεραΐδα, πριγκίπισσα, λυγαριά λικνιζόταν με ρυθμό θανατερό στραμμένη προς έμενανε με το βλέμμα καρφωμένο κι ασάλευτο πάνω μου. Ακόμα κι η γκόμενα που ανέβηκε μαζί της κάθισε και την χάζευε. Αυτός δεν ήτανε χορός, αυτός δεν ήτανε καημός, ο θάνατος ολάκερος ήτανε. Με σκότωσε η αφιλότιμη, με σκότωσε. Παρέλυσα. Τέλειωσε μέσα σε χειροκροτήματα από το τραπέζι της αλλά κι όλο τον κόσμο μέχρι και τον τραγουδιστή. 
Ήμουνα χαμένος, η κοπέλα που συνόδευα χόρευε στην πίστα που ήταν γεμάτη κόσμο. Γινότανε χαμός. Κόντευε 3 μμ όταν έλαβα με την λουλουδού το σημείωμα.. «Σε 10’ στις γυναίκειες τουαλέτες στο τρίτο wc. Περίμενε εκεί». Πήγα στη Σόνια,  της είπα ότι βγαίνω λίγο έξω να ξεθολώσω και να με περιμένει στο τραπέζι μας. Πήγα στις γυναικείες τουαλέτες ήταν ήσυχα. Πολύ χλιδή και άνεση. Το wc ήταν σαν δωμάτιο. Υπολόγισα ότι πρέπει να ήταν πάνω από 2,5Χ2,5 μέτρα. Περίμενα. Ο χρόνος μου φαινόταν απέραντος όταν άκουσα την φωνή της
-«Μίλτο;»
Πετάχτηκα και κινήθηκα προς την πόρτα. Απότομα η πόρτα άνοιξε απ’ έξω ο Θέμης όρμισε μέσα τραβώντας την Άσπα πίσω του. 
-«Καργιόληδες, προδότες, άτιμοι… πήγατε να μου την κάνετε πίσω από την πλάτη μου…. Να γαμηθείτε ξεφτιλισμένοι σχεδιάζατε;».
Αιφνιδιάστηκα, τα έχασα πήγα να πω τις γνωστές μαλακίες..
-«Όχι…. κάτσε να σου εξηγήσω…. παρεξήγησες……» κι όλα αυτά τα μουρόχαυλα
-«Τι όχι ρε… γιατί είσαι εδώ; Ο πούτσος θα βγει από το παντελόνι….» ούρλιαζε ο Θέμης
Ο 20άρης πούτσος μου πράγματι είχε φουσκώσει σα διάνος κι είχε γίνει σημαία αλλά εγώ χαμένος και σαστισμένος δεν κατάλαβα το σκηνικό που εξελίχθηκε με κινηματογραφική ταχύτητα. Ο Θέμης ουρλιάζοντας μου χούφτωσε το καβάλο. Η Άσπα έκλεισε την πόρτα πίσω της. Με κινήσεις ταχυδακτυλουργού ο Θέμης μου πέταξε τον πούτσο έξω. Η Άσπα ήρθε στο δεξί μου πλάι και με ρούφηξε ολόκληρο μ’ ένα φιλί. Όταν πήρα ανάσα ο πούτσος μου βρισκόταν βαθιά μέσα στο στόμα του Θέμη και τον τσιμπούκωνε. Η Άσπα μου ψιθύριζε λάγνα στ’ αυτί…
-«Άσε τον να κάνει το δικό του ν’ αφήσει κι εμάς να πηδηχτούμε γιατί δεν αντέχω, σε θέλω».
Τα φιλία της με πέθαιναν. Το άρωμα της με λίγωνε. Τα χέρια μου ερευνούσαν την σάρκα της κι ανατρίχιαζα από τα στήθη, τις ρώγες, το δέρμα, τους γλουτούς, την αφή της πυρκαγιάς που εξέπεμπε. Αφέθηκα. Ο πούτσος μου ξεχάστηκε στο στόμα του άνδρα κι εστίασα στο θηλυκό. Χούφτωνα λαίμαργα ότι μπορούσα. Η Άσπα βογκούσε. Πέρασε από δεξιά μου στ’ αριστερά κι ανέβηκε στην λέκάνη. Τα χείλη μου φιλούσαν τα χυτά πόδια της. Τα μάτια λαίμαργα κατασπάρασαν το ονειρεμένο κορμί της. Τα χέρια μου χώθηκαν στα σκέλια της και ψαχούλεψαν τα απόκρυφα. Τα δάχτυλα ψαλίδισαν στις σπηλιές της κι ακολούθησε η γλώσσα και τα χείλη μου. Ρουφούσα την υγρασία της. Το πόδι της το δεξιό ανοίχτηκε για να διευκολύνει. 
Το σκηνικό τώρα που το γράφω ήταν εντελώς σουρεαλιστικό. Εγώ όρθιος ακουμπησμένος στον τοίχο. Ο άντρας της σέρνοντας τα πόδια του στο πάτωμα, όρθωνε τον κορμό του για να φτάσει και να καταπιεί το καυλί μου. Η Άσπα ξυπόλητη, όρθια πάνω στην λεκάνη, έγερνε το κορμί της αριστερά κι άνοιγε το δεξί της πόδι για να δεχτεί το κεφάλι μου στα σκέλια της που έδρεπε τους χυμούς της.
-«Χύνωωωω..» είπε πνιχτά και χαμηλόφωνα λες κι ήθελε να τ’ ακούσω μόνο εγώ.
Το κορμί της πήρε να σπαράζει από τους σπασμούς και την κράτησα με τα δυο χέρια να μη γκρεμιστεί. Κύλησε σαν χέλι στην αγκαλιά μου και στάθηκε όρθια πλάι μου. Η αγκαλιά και τα φιλία της ευτυχισμένης γυνίκας με τρέλλαναν.
-«Χύνω» είπα ξερά κι άρχισα να αδειάζω το σπέρμα μου στο λαρύγγι του άντρα της.
Συνέχισε να με τρομπάρει μέχρι που με άδειασε. Γύρισα προς την Άσπα και την αγκάλιασα face to face.
-«Τώρα οι δυο μας» της είπα.
-«Δεν κατάλαβες» άκουσα την φωνή του Θέμη «δεν τελειώσαμε μαζί» συνέχισε.
Τα έχασα κι έψαξα την απάντηση στα μάτια της Άσπας. Με πλησίασε, με άχνισε με την ανάσα της και μου ψιθύρισε σιγανά στο αυτί.
-«Πήδα τον να τελειώνουμε μ’ αυτόν. Σε θέλω σαν τρελή μέσα μου. Δες έχω πλημμυρήσει».
Πήρε το χέρι μου και άγγιξε την υγρασία της. Ο Θέμης στήθηκε τουρλωτά, με το δεξί πόδι να πατά στο έδαφος και το αριστερό να διπλώνει πάνω στη λεκάνη. Η Άσπα γλίστρησε φιδίσια στο πάτωμα και πήρε στα ζεστά και υγρά της χείλη την πούτσα μου. Άλλη αίσθηση. Μου πέρασε καπότα με το στόμα. Τότε στο χαμηλό φως παρατήρησα το κορμί του Θέμη. Λείο, εντελώς άτριχο, μαυρισμένο από το solarium,  να γυαλίζει από το γαλάκτωμα και τον ιδρώτα της αναμονής. Έτσι δεν θύμιζε με τίποτα άντρα. Η Άσπα μου έπιασε τον πούτσο και στον έστησε στην τρύπα του ενώ ταυτόχρονα έσερνε το σώμα της πάνω καθώς σηκωνόταν όρθια. Ήρθε πίσω μου κι  αισθάνθηκα όλο το σώμα της να τρίβεται στην πίσω όψη του κορμιού και μ’ ανατρίχιαζε. 
-«Σκίσε τον άγρια, ξεπάτωσε τον γρήγορα. Μην τον λυπάσαι. Τέλειωσε τον. Σε θέλω μετά όλο για μένα. Δεν μπορώ να περιμένω. …»
Μπήκα με δύναμη μέσα του ενώ τα χάδια της με τρέλαιναν. Βόγκηξε κι άρχισε το παραμιλητό.  Του είπα να βγάλει τον σκασμό αλλοιώς θα του βγάλω την ουρά από πίσω. Καλύτερα να είχα την ψευδαίσθηση ότι πηδούσα γυναικεία σούφρα. 
Η Άσπα χάιδευε εμένα και τραβούσε την ψωλή του άντρα της σαν να την άρμεγε. Ξαφνικά σαν ερπετό χώθηκε από κάτω του και τον πήρε μέσα της. Γαμούσα τον Θέμη κι αυτός την κάρφωνε στην Άσπα. Σε λίγο ο Θέμης κάθισε στην λεκάνη. Η Άσπα του ‘κατσε με τον κώλο κι εγώ είχα όλη την φάτσα της μπροστά. Την πλάκωσα στα φιλία και της τον έχωσα επιτέλους στο μουνί. Με πήρε μέσα της σαν καλούπι και με ρουφούσε με τα χείλια της στο στόμα λες κι ήθελε να με καταπιεί. Σε κάποα φάση του ‘κατσε με καβάλα κι άφησε τον κώλο ελεύθερο για μένα. Με τράβηξε η πλάτην της που με προκαλούσε όλο το βράδυ. Την σβάρνισα με τα παπάρια μου μέχρι να χωθώ στον κώλο της. Δεν κρατιόμουνα άλλο. Ο Θέμης ξάπλωσε στην λεκάνη σαν σε τραπέζι. Η Άσπα τον καβάλησε, μου έβαλε καπότα κι εγώ του σήκωσα τα πόδια στους ώμους μου και του την κάρφωσα. Βρήκαμε ρυθμό και χύσαμε κι οι τρεις. 
Πεσμένοι από δω κι από κει μέχρι να πάρουμε τις ανάσες μας, άκουσα τον Θέμη να σηκώνεται και γκρινιάζει στην Άσπα να ντυθούν γρήγορα και να φύγουν γιατί λείπουν πολύ και θα καρφωθούν στην παρέα τους. Τον είχε πιάσει υστερία. 
Η Άσπα ντυνότανε, φτιαχνότανε κι έψαχνε κάλτσες, σκουλαρίκια, τσάντα…. Αυτός μισός μέσα, μισός έξω τσίριζε. Εγώ ήμουνα ακόμη στο πάτωμα και την χάζευα. Ξαφνικά σηκώθηκα πάνω, κλότσησα την πόρτα, τον πέταξα έξω, κλείδωσα και του πέταξα
-«Πρέπει να είσαι μπεσαλής στον λόγο σου…»
Επιτέλους μόνοι. Οι ματιές μας ενώθηκαν και τα σώματα μας ενώθηκαν, τα χείλη μας κόλλησαν. Κρεμάστηκε πάνω μου, τα χέρια και τα πόδια της δέθηκαν πάνω μου. Ο Θέμης συνέχισε να τσιρίζει αλλά ποιος του έδινε σημασία. Ρούχα ανέβηκαν κατέβηκαν, την κάρφωσα όρθια και την κόλλησα στον τοίχο. Ο ανεμοστρόβιλος που μας τύλιξε δεν κράτησε πολύ, είχε όμως τεράστια ένταση και μεγάλη ταχύτητα. Χύσαμε ταυτόχρονα κι γείραμε στο πάτωμα σαν αδειασμένα σακιά. Τα χείλια της ήταν τα τελευταία που ξεκόλλησαν από πάνω μου. Βγήκε ενώ εγώ έμεινα για λίγο εκεί. Έκανα τσιγάρο. Φτιάχτηκα και βγήκα έξω για έξω. Ήθελα φρέσκο αέρα. Πρέπει να κάθισα κανένα δεκάλεπτο ίσως και τέταρτο. Έκανα δεύτερο τσιγάρο και γύρισα στην αίθουσα. 
Το κέφι ήταν στο φουλ. Ο Θέμης κι Άσπα είχαν φύγει ενώ η παρέα τους ήταν εκεί. Η Σόνια με περίμενε στο τραπέζι μες τη τρελή χαρά και το κέφι. Ήπιαμε δυο ποτάκια, στραγγίσαμε το μπουκάλι κάτσαμε λίγο να ακούσουμε τα τραγούδια και φύγαμε. 
Ήτανε περασμένες 4 πμ. Η Σόνια μου τριβότανε. Ήθελε να ξοφλήσει την έξοδο και την διασκέδαση. Η κάψα για την Άσπα δεν μου είχε φύγει. Ίσα-ίσα τώρα είχε φουντώσει περισσότερο, τώρα ένοιωθα την έλλειψη κι μ’ έπιανε σύνδρομο στέρησης. Καύλωνα απ’ αυτό ή ίσως κι από το Viagra που είχα πάρει από φόβο μη πάθω καμιά δουλεία μπρος την Άσπα από την κάψα που της είχα. Άφησα την Σόνια να μου τον παίρνει πίπα καθώς οδηγούσα. Ήταν καλή, την πήρα σπίτι και την γάμησα άγρια. Τελικά είχε φοβερό κορμί και δεν της φαινότανε. Το πρόσωπο δεν ήταν κάτι ιδιαίτερο χωρίς να είναι άσχημη αλλά το σώμα της ήταν για χάζι, τέλειο όχι μόνο για τα 42 χρόνια της αλλά και για πολύ, πολύ μικρότερο. Την πήδηξα άγρια όχι φιλία κι αγάπες αλλά ξεκωλιάσματα και τσιμπούκια. Την κράτησα το Σάββατό και την Κυριακή το βράδυ την πήγα σπίτι της δίνοντας της ρεπό δυο ημερών από την δουλειά. Έμαθα πως ήταν παντρεμένη. Είχαν έρθει μαζί με τον άντρα της, αφήνοντας τα παιδιά στους γονιούς της. Ήρθαν πριν 10 χρόνια να μαζέψουν μερικά χρήματα. Ο άντρας της γύρισε πριν ένα χρόνο στο Πίλσεν, δούλευε κι έφτιαχνε το σπίτι που αγοράσανε. Σε κάποιο διάστημα θα γύριζε κι αυτή. Συζητήσαμε για διάφορα και για το σεξ. Όταν την ρώτησα γιατί τον κεράτωσε γέλασε.
-«Έτσι θα κάνει κι αυτός. Άλλωστε κι εδώ να ήταν δεν θα υπήρχε πρόβλημα. Για μας το σεξ δεν είναι αγάπη, είναι ανάγκη ενώ εσείς εδώ 
το βλέπετε αλλιώς». 
Μ’ αρέσουν οι κεντροευρωπαίοι όσο και να μην τους καταλαβαίνω με βολεύουν οι ιδέες τους. Τώρα που σας γράφω είναι Τετάρτη. Το ζεύγος Θάνου και Άσπας με έχουν καλέσει για δείπνο στις 9 μμ. Μούφα. Δεν υπάρχει γεύμα, με έχουνε καλέσει να βγάλουμε τα μάτια μέχρι τις 1 πμ. Κρατάνε τα προσχήματα. Το καλό ότι θα βρεθώ με την Άσπα. Το κακό ότι πρέπει να περάσω πρώτα από το Θέμη. Όσο κι αν αισθάνομαι άβολα και περίεργα την θέλω. Θα διεκδικήσω και χρόνο μόνος μαζί της. 
Ελπίζω να τα καταφέρω.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου