Κυριακή 22 Μαΐου 2022

Η ΕΚΒΙΑΖΟΜΕΝΗ ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ Ι

Συντάχθηκε απο την Nick the dick

Η Μαρία Βελλή* κατέφτασε στη Διεύθυνση Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης Αθηνών τόσο χαρούμενη, που ένιωθε πιότερο ότι πετούσε, παρά ότι περπατούσε. Κατόπιν πολύχρονης περιπλάνησης στην επαρχία, είχε επιτέλους γυρίσει σπίτι της. Σ’ αυτό φυσικά είχε βοηθήσει κι η ταυτόχρονη μετάθεση του στρατιωτικού συζύγου της, που της έδωσε τη δυνατότητα να εκμεταλλευτεί το νόμο περί συνυπηρέτησης. Οι δυσκολίες που είχε αντιμετωπίσει αυτά τα χρόνια, γέμιζαν... βιβλίο, εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά απ’ το ταίρι της, κάθε χρόνο σ’ άλλο μέρος, να σέρνει μαζί και τα δυο παιδιά της, που δεν γινόταν φυσικά να αποχωριστούν τη μάνα τους στην πιο τρυφερή ηλικία τους. Τώρα όμως το μαρτύριο είχε τελειώσει, σκέφτηκε, ψάχνοντας τη νέα της τοποθέτηση στον πίνακα ανακοινώσεων.. Α, να το! Βελλή, 12ο Επαγγελματικό Λύκειο Αθηνών*, διάβασε και, χωρίς περιττές καθυστερήσεις, κίνησε για το νέο της σχολείο γεμάτη ορμή κι αισιοδοξία. 
Η προσγείωσή της στην πραγματικότητα ήταν ανώμαλη, όταν έφτασε στο παμπάλαιο κτίριο και γνώρισε το διευθυντή, έναν γηραλέο, αδιάφορο κύριο, που, αντί να την καλωσορίσει, την πληροφόρησε απαθώς ότι είχε έρθει σ’ ένα από τα πιο κακόφημα και προβληματικά σχολεία της πόλης, του οποίου το μαθητικό δυναμικό αποτελούσαν, σε ποσοστό 70 %, αλλοδαπά αγόρια, μέλη ανήλικων συμμοριών.
Η Μαρία αναρωτήθηκε που είχε μπλέξει. Την άλλη κιόλας μέρα το έμαθε, σα μπήκε σε μια τάξη γεμάτη μαντράχαλους που έσκουζαν σαν παλαβοί! Μην έχοντας άλλη επιλογή, έβαλε τις φωνές. Τότε κάποιος από το πλήθος που συνωστιζόταν στη... γαλαρία της φώναξε «Άι γαμήσου, σκύλα!» κι όλοι σκάσανε στα γέλια, αφήνοντάς την να τους κοιτάζει σαν χαμένη για το υπόλοιπο της ώρας. Στο διευθυντή δεν είπε τίποτα, κρίνοντας, απ’ την συνάντησή τους, πως δεν είχε καμία επιθυμία να τη συνδράμει. Μετά το διάλειμμα, μπήκε στην επόμενη τάξη ως ‘αμνός επί σφαγή’, επηρεασμένη από την πρότερη, εφιαλτική εμπειρία της. Προς ανακούφισή της όμως, το κλίμα ήταν πολύ καλύτερο, μιας κι οι μαθητές ήταν πολύ πιο λίγοι και σαφώς πιο ήσυχοι. Ωστόσο, ούτε αυτοί της έδιναν καμιά σημασία.
-«Ρε παιδιά, τι συμβαίνει εδώ; Μάθημα δεν γίνεται καθόλου; Και τι συμπεριφορά είναι αυτή;», εξέφρασε ανοιχτά την αγανάκτησή της.
-«Μη θυμώνετε, κυρία. Έτσι κάνουμε με όλους τους καθηγητές. Εμείς ερχόμαστε εδώ για το ‘χαρτί’…», απάντησε ένα μελαχρινό αγόρι.
Η Μαρία κοίταξε το μαθητή της εξεταστικά.. ήταν αναμφίβολα όμορφος και το γαλήνιο πρόσωπο απέπνεε ειλικρίνεια. «Βρε, τι έχουμε εδώ; Η κυρία είναι ‘μούναρος’! Και πόσο να ‘ναι; Καμιά 35αριά, το πολύ…», σκέφτηκε ο Ελία, ξεσκολίζοντας κι αυτός με τη σειρά του τη γυναίκα με τα μακριά, μαύρα μαλλιά, τα μεγάλα μελιά μάτια, τα σαρκώδη χείλη και το κορμί με τις πλούσιες καμπύλες.
Ο Αλβανός Ελία Κούστα έκοψε κάθε δεσμό με την οικογένειά του και ξεκίνησε να ζει μόνος στα δεκατέσσερα χρόνια του. Στα δεκαεπτά του, ήδη ηγείτο της πιο επικίνδυνης, ανήλικης συμμορίας της περιοχής. Παρά την αναμφίβολη σκληρότητά του, την επιτυχία του όφειλε πρωτίστως στην πανουργία του, που του επέτρεπε να εξαπατά και να χειραγωγεί τους πάντες, προκειμένου να αποκτήσει αυτό που ήθελε. Από την πρώτη φορά που είδε τη Μαρία, ο Ελία αποφάσισε ότι θα την κατακτούσε με κάθε κόστος. Είχε αυτόν το συνδυασμό κορμιού πλασμένου για αμαρτίες και ψυχρής, διανοουμενίστικης ανωτερότητας που τον ξετρέλαινε κι έκανε το καυλί του να στέκεται... προσοχή. Κατέστρωσε κι εφάρμοσε το σχέδιό του ταχύτατα, πείθοντας εύκολα τους συμμαθητές του - που τον έτρεμαν - να της συμπεριφέρονται άψογα, ενώ συνάμα εκείνος της έδειχνε σεβασμό και διέπρεπε στο μάθημά της, αξιοποιώντας την έμφυτη ευφυΐα του. Έτσι, κέρδισε την εύνοιά της αφενός, κι αφετέρου, χαλάρωσε τις άμυνες της, σε σημείο εκείνη να συζητά μαζί τους πιο πολύ σαν φίλη απ’ ότι καθηγήτρια.
Οι Ηλεκτρονικοί της Γ’ Λυκείου αποτελούσαν όαση για τη Μαρία.. ήταν το μόνο τμήμα όπου αισθανόταν πως δίδασκε πραγματικά. Το ‘πουλέν’ της βέβαια ήταν ο Ελία. Εκτός του ότι ήταν ευφυέστατος, πάντα της φερόταν μ’ ένα σεβασμό που κυριολεκτικά την σκλάβωνε. Τέτοια παιδιά αξίζανε κάθε θυσία, γι’ αυτό κι εκείνη ξόδευε ακόμα και τα κενά της, ακούγοντας τις έγνοιες που βασάνιζαν τα νεανικά τους μυαλά. Μέχρι και σινεμά τους πήγε, ένα σαββατόβραδο, ως ανταμοιβή για τη φιλομάθεια και την άψογη συμπεριφορά τους.
Ο Ελία συμμετείχε στην έξοδο, θεωρώντας την ευκαιρία ιδανική, για να κάνει τη μεγάλη... κίνηση. Όσο διαρκούσε το πρώτο μέρος της ταινίας, καθόταν σε καρφιά, τρέμοντας από αδημονία. Στο διάλειμμα, βγήκε στον προθάλαμο με δυο τσιράκια του, τον Άκο και τον Έντι. Ωστόσο, η καρφωμένη στην πόρτα της αίθουσας προβολής ματιά του, εντόπισε αμέσως την κυρία Βελλή, όταν κίνησε για τις τουαλέτες.
-«Παίδες, το αρνί άφησε το μαντρί. Ώρα για δράση», είπε συνθηματικά στα κολλητάρια του.
Στα οποία, όχι μόνο είχε εξομολογηθεί το σχέδιό του, αλλά τους είχε αναθέσει κι έναν... παράπλευρο ρόλο για την ευόδωσή του και κίνησαν όλοι μαζί στο κατόπι της Μαρίας. Η ταινία, μια ανιαρή διασκευή θεατρικού έργου, είχε προσελκύσει ελάχιστο κόσμο, γι’ αυτό και η ερημιά έξω από τις τουαλέτες ήρθε κουτί στα αγόρια, που μπήκαν αδίστακτα στο γυναικείο άβατο, κλείδωσαν την πόρτα από μέσα, προς αποφυγή απρόοπτων ενοχλήσεων, κι έκαναν ένα... πέρασμα μπροστά από όλες τις τουαλέτες, ανακαλύπτοντας ότι το μοναδικό που ήταν κλειστό, ήταν το προτελευταίο στη σειρά.
-«Τέλεια!», ψέλλισε ο Ελία. 
Οι λακέδες του, έχοντας ήδη μπουκάρει στα... όμορα, με την κατειλημμένο τουαλέτα κι έχοντας σκαρφαλώσει στις λεκάνες, τώρα έβγαζαν προσεκτικά τα κεφάλια τους πάνω απ’ τα χωρίσματα, κρατώντας τα κινητά τους ανά χείρας.
Με το που άνοιξε η Μαρία την πόρτα, ο Ελία την έσπρωξε ξανά μες στην τουαλέτα, μπήκε κι εκείνος ξοπίσω της και σφάλισε το σύρτη.
-«Ελία, βγες έξω...», ψέλλισε η γυναίκα πιότερο αμήχανα παρά φοβισμένα, αδυνατώντας ακόμα να αποκωδικοποιήσει τι συνέβαινε.
-«Γιατί, κυρία; Καλά δεν είμαστε εδώ οι δυο μας;», απόρησε δήθεν εκείνος. 
Την στρίμωξε με το μακρύ, μυώδες σώμα του στο χώρισμα του κουβούκλιου κι εφάρμοσε τα χείλη του πάνω στα δικά της, χουφτώνοντας παράλληλα τα στήθια της σα να μην έτρεχε τίποτα! Η Μαρία τόξωσε αυτομάτως το κορμί της προς τα πίσω απελπισμένα, καταφέρνοντας να ξεφύγει από τον εναγκαλισμό του.
-«Τι κάνεις εκεί, κτήνος; Σταμάτα!», του φώναξε με οργή. 
Αλλά εκείνος έβγαλε από την πίσω τσέπη του παντελονιού του ένα παράξενο, κοντόχοντρο αντικείμενο, το οποίο η γυναίκα αναγνώρισε μόνο όταν είδε τη μακριά λεπίδα να πετάγεται άξαφνα από το εσωτερικό του.
-«Σκασμός, βρόμα, γιατί θα σε κόψω φέτες!», μούγκρισε ο νεαρός. 
Έπαιξε το στιλέτο μπροστά στα μάτια της επιδέξια για λίγο, κι όταν εκείνη παρέλυσε από τρόμο, το έχωσε διαδοχικά κάτω απ’ το πουλόβερ και τη φούστα της, κόβοντας το σουτιέν και το κιλοτάκι της. Ύστερα, της σήκωσε τα χέρια ψηλά, της ανέβασε το πουλόβερ μέχρι τους αγκώνες και το πέρασε πίσω απ’ το λαιμό της, επιτρέποντας έτσι στο κατεστραμμένο σουτιέν της να γλιστρήσει στο δάπεδο, με συνέπεια να χυθούν έξω τα μεγάλα, αφράτα και στητά στήθια της.
-«Πω πω κάτι... ‘μπαλκόνια’, ρε πούστη μου!», θαύμασε το κτήνος. 
Της κατέβασε τα χέρια πίσω απ’ την πλάτη, φυλακίζοντάς τα εκεί με το μισοβγαλμένο πουλόβερ της, ζύγισε τους δυο επιβλητικούς, πεπονοειδείς, σάρκινους λόφους μες στις χούφτες του και ύστερα έτριψε αισχρά με τον αντίχειρα και το δείκτη του κάθε χεριού του τις καφετιές, δυσανάλογα μακριές θηλές της. Η Μαρία απέστρεψε το πρόσωπό της με αηδία. Ωστόσο, δεν αντέδρασε, αφού η φρικτή απειλή του Ελία ηχούσε ακόμα στ’ αφτιά της. Επωφελούμενος της ακινησίας της, κείνος την έστρεψε γύρω από τον άξονά της, πίεσε την ράχη της - αναγκάζοντάς την έτσι να σκύψει και να τουρλώσει τα οπίσθιά της - ανέβασε τη φούστα της, την απάλλαξε από το κατεστραμμένο κιλοτάκι της και την υποχρέωσε να ανοίξει τα πόδια της, κλωτσώντας το εσωτερικό των πελμάτων της, σαν αστυνομικός που κάνει σωματική έρευνα σε ύποπτο.
-«Έχεις φοβερή κωλάρα, μάνα μου!», δήλωσε μπάσα. 
Έπιασε να θωπεύει χυδαία τους γυμνούς γλουτούς της, σέρνοντας βασανιστικά τη μεσαία δάχτυλα του κατά μήκος της σχισμής που τους χώριζε, ώσπου έφτασε στο φύλο της, το οποίο γρατζούνισε παρατεταμένα. Ένα ρίγος διαπέρασε τη Μαρία, το οποίο απέδωσε στην απέχθειά της. Όταν όμως το κωλόπαιδο τσίμπησε βίαια την κλειτορίδα της, η γυναίκα ένιωσε, προς μεγάλη της φρίκη, το μουνί της να συσπάται άγρια, να πρήζεται και να μουσκεύει σε κλάσματα δευτερολέπτου!
-«Χο! Τι έγινε μανάρι μου; Άναψες; Γουστάρεις;», την τσίγκλισε ο Ελία, αντιλαμβανόμενος, όπως ήταν φυσικό, τι της συνέβαινε.
-«Άι χάσου, κάθαρμα. Δεν ξέρεις τι λες…», του απάντησε εκείνη σκληρά, αναρωτώμενη όμως συνάμα με αγωνία γιατί είχε ερεθιστεί.
Σκέφτηκε ότι ίσως ήταν μια μηχανική αντίδραση, αλλά όταν το καθίκι τη γύρισε πάλι προς το μέρος του, έπιασε να πιπιλάει τις ρώγες της και να τρίβει τη σχισμή ανάμεσα τα μουνόχειλα της, προκάλεσε στο φύλο της μια έκρηξη τόσο ισχυρή, που την έκανε να… βογκήξει!
-«Έτσι, καυλιάρικο μου.. χύσε! Μην καταπιέζεις τον εαυτό σου! Αφού το ξέρουμε κι οι δυο ότι σ’ αρέσει!», την... επιβράβευσε ο Ελία.
Χωρίς να πει τίποτα, εκείνη άφησε έναν ευδιάκριτο λυγμό κι έστρεψε το βλέμμα της ψηλά, σα να ζητούσε θεία παρέμβαση, για να μη νιώθει τόσο ερεθισμένη. Εντούτοις, το κορμί της, λες κι είχε δική του θέληση, τεντώθηκε προς το μαθητή της, αποζητώντας το χάδι του! Αντιλαμβανόμενος την αλλαγή στα αισθήματά της, ο ευφυής νεαρός την πρόσταξε να γονατίσει κι η Μαρία υπάκουσε υπνωτισμένα.
-«Κοίτα δω τι σου έχω, μωρό μου…», κόμπασε το καθίκι. 
Κατέβασε το παντελόνι και το μποξεράκι του, πετώντας έξω έναν απίστευτα πελώριο - για έφηβο αγόρι- κατάσκληρο πούτσο, πλαισιωμένο από ένα επιβλητικό ψωλοκέφαλο και δυο τεράστια αρχίδια. Η κυρία Βελλή ατένισε αποσβολωμένη από δέος τα υπερμεγέθη γεννητικά όργανά του, που έδειχναν διπλάσια από εκείνα του άντρα της. Επωφελούμενος του σοκ της, ο νεαρός έπιασε να κοπανά την ψωλάρα του σε όλο της το πρόσωπο, με εκείνη να δέχεται όλο αυτό το... τελετουργικό με αδόκητη απάθεια. Άξαφνα, σαν κάποιος να είχε πατήσει ένα κουμπί, άρχισε να τινάζεται σπασμωδικά δεξιά κι αριστερά. Νομίζοντας ότι έκανε τη στερνή, απέλπιδα απόπειρά της να γλιτώσει, ο Ελία ετοιμάστηκε να αντιδράσει. Αλλά πριν προλάβει, είδε την καθηγήτριά του να ξεφορτώνεται το πουλόβερ της με τα τινάγματά της, ελευθερώνοντας έτσι τα χέρια της, να γραπώνει... γερά τα αρχίδια του από κάτω με το ‘να χέρι, και να τυλίγει το άλλο γύρω απ’ το μαρκούτσι του, το οποίο έπιασε να μαλακίζει αργά και ρυθμικά!
-«Θεέ μου, τι κάνω;», αναρωτήθηκε η Μαρία με φρίκη. 
Ωστόσο, ένιωσε όλη της την ύπαρξη να δονείται από μια τόσο έντονη βουλιμία για τη νεανική ψωλάρα, που τέντωσε το λαιμό της και την γράπωσε με τα χείλια της, δίνοντας στην κορυφή της ένα τρομερά μακρόσυρτο, ρουφηχτό φιλί, κι ύστερα κι άλλο, κι άλλο, κι άλλο... καταλήγοντας, μέσα σε μισό λεπτό, να πνίγει τη βάλανο του μαθητή της στα φιλιά!
-«Αουχ, αυτό είναι, μανάρι μου!» μούγκρισε ο Ελία, ενώ εκείνη μπουκωνόταν με το πετρωμένο παλαμάρι του μέχρι...σκασμού!
Κατόπιν έπιασε να κουνάει ασταμάτητα το κεφάλι της πίσω - μπρος, τρίβοντας απολαυστικά τα χείλια της κατά μήκος του θεόχοντρου πουτσοκορμού, δίχως να παραλείπει, συχνά - πυκνά, να βυζαίνει το πρησμένο ψωλοκέφαλο του με ανερμάτιστη, νοσηρή βουλιμία!
-«Με τελειώνεις, πουτάνα! Χύνω!», γκάριξε ο Ελία. 
Εκείνη, όχι μόνο δεν αποτραβήχτηκε, αντιθέτως καταβρόχθισε έως την τελευταία σταγόνα το ποτάμι πηχτού σπέρματος που αμόλησε μες στο στόμα της το τεράστιο πέος του έφηβου παρτενέρ της στην αμαρτία!
-«Με στράγγιξες, καριολίτσα! Μα την πίστη μου, είσαι και γαμώ τις... ρουφήχτρες!», την χλεύασε ο Ελία. 
Ντύθηκε και βγήκε από την τουαλέτα, σφυρίζοντας ανέμελα, ενώ εκείνη είχε απομείνει πεσμένη κατάχαμα να κοιτάει στο κενό.
Όσο κι αν πάλεψε, η Μαρία δεν μπόρεσε να βρει λογική στην πράξη της. Δεν είχε ξανακάνει ποτέ τσιμπούκι, ούτε καν στον άντρα της. Μια φορά μάλιστα που ο δόλιος της το είχε ζητήσει, εκείνη τον είχε αποπάρει σκαιότατα, αηδιάζοντας και μόνο στην ιδέα ότι τα χείλη της θα άγγιζαν το πέος του. Πώς, στο καλό, κατέληξε να ρουφάει, όχι μόνο την ψωλή, αλλά και τα... χύσια, αυτού του ανήλικου, διπρόσωπου και αδίστακτου καθάρματος, όπως απέδειξε περίτρανα η ωμή, ένοπλη απειλή του εναντίον της σωματικής της ακεραιότητας; Η συντριβή της ήταν τόση, που επέστρεψε στην αίθουσα προβολών, μοναχά για να πει στους μαθητές της, που παρακολουθούσαν το δεύτερο μισό της ταινίας, ότι δεν ένιωθε καλά κι ότι έπρεπε να φύγει, εν συνεχεία μπήκε στο αμάξι της και τράπηκε σε άτακτη φυγή. Όταν έφτασε στο σπίτι της, ξάπλωσε δίπλα στο κοιμισμένο ταίρι της, μην μπορώντας ούτε καν να τον κοιτάξει από τις τύψεις. Παρά τις ομολογουμένως... φτωχές επιδόσεις του στο σεξ, ο Νίκος ήταν υπέροχος πατέρας και σύζυγος, γι’ αυτό κι η ιταμή προδοσία της σε βάρος του την αρρώσταινε από ντροπή. Το δίχως άλλο, έπρεπε να ξεκαθαρίσει μια και καλή στον Ελία, ότι τίποτα δεν επρόκειτο να ξανασυμβεί μεταξύ τους. Εξάλλου, δεν πίστευε ότι σκόπευε πραγματικά να την βλάψει.. θα ‘ταν σα να υπέγραφε την καταδίκη του.
-«Λοιπόν, μάγκες, κάνατε ό, τι είπαμε;», ρώτησε ο Ελία τα τσιράκια του όταν έφυγαν απ’ το σινεμά, παίρνοντας καταφατική απάντηση.
-«Τι θα κάνουμε το βίντεο, αφεντικό;», ρώτησε ο Άκο.
-«Προς το παρόν, θα το χρησιμοποιήσουμε ως μέσο πίεσης…», απάντησε ο Ελία.
-«Μέσο πίεσης; Δεν καταλαβαίνω. Τι εννοείς, αρχηγέ;», απόρησε ο Έντι.
-«Θα καταλάβεις στην πορεία. Δεν χρειάζεται να ξέρεις τα πάντα…», γάβγισε ανυπόμονα ο Ελία, κοιτάζοντας άγρια το λακέ του, ο οποίος έκανε... μώκο στη στιγμή, εμφανώς φοβισμένος απ’ το βλέμμα που του έριξε ο αρχηγός του.
Κεφάλαιο 9ο
Η Κυριακή ήταν σωστό μαρτύριο για την Μαρία, καθώς τη σκέψη της μονοπωλούσε το επονείδιστο εξωσυζυγικό της ολίσθημα. Τη Δευτέρα ξύπνησε με έναν παράλογο φόβο ότι όλος ο κόσμος είχε μάθει ότι είχε πάρει πίπα στο μαθητή της! Με το που έφτασε στο σχολείο, έπιασε να κοιτά έντρομη γύρω της, πασχίζοντας να ανιχνεύσει κάποιο ειρωνικό μειδίαμα. Ευτυχώς για εκείνη, αυτό δεν συνέβη. Ωστόσο, το μαρτύριό της δεν είχε τελειώσει, αφού την τελευταία ώρα είχε μάθημα με το τμήμα του... διαφθορέα της. Το 45λεπτο που διήρκεσε η διδακτική ώρα αποδείχτηκε ένας εφιάλτης κι αποκλειστικός υπεύθυνος αυτής της κατάστασης ήταν ο Ελία, ο οποίος, τώρα που είχαν πέσει οι... μάσκες και δεν ήταν υποχρεωμένος να κάνει τον ‘καλό’, εκτός του ότι της έστελνε συνέχεια φιλάκια στα κλεφτά, είχε το θράσος να μιμείται τη χαρακτηριστική κίνηση του στοματικού έρωτα, τρομοκρατώντας την και εξοργίζοντάς την σε απίστευτο βαθμό. Σαν χτύπησε το κουδούνι, πλησίασε βράζοντας από θυμό τον αλήτη, που σκόπιμα είχε ξεμείνει τελευταίος στην αίθουσα.
-«Άκου να σου πω, καθίκι! Μην τολμήσεις και ξανακάνεις τέτοιες αηδίες γιατί θα σε θάψω!», του είπε με φωνή σφυριχτή απ’ το μίσος.
-«Τι μου λέτε, κυρία; Ειλικρινά, νομίζετε ότι είστε σε θέση να με απειλείτε, μετά απ’ ό, τι κάνατε;», αποκρίθηκε ο νεαρός περιπαικτικά.
-«Δεν καταλαβαίνω τι λες. Αλλά ακόμα κι αν έκανα κάτι, ποτέ δε θα μπορέσεις 
να το αποδείξεις…», απάντησε η Μαρία αταλάντευτα.
-«Μ’ αυτό το πλευρό να κοιμάσαι…!», απάντησε εκείνος. 
Έβγαλε έξω το κινητό του, πάτησε μερικά πλήκτρα και της το έχωσε στη μούρη.
-«Πω! Πω! Γαμώτο!» φώναξε η Μαρία χλωμή από τη φρίκη, κοιτώντας στην οθόνη την... πανοραμική, ολοκάθαρη λήψη της αφεντιάς της να βυζαίνει εξουθενωτικά τον ψώλαρο του Ελία μες την τουαλέτα του σινεμά, με το πρόσωπό της παραμορφωμένο από λαγνεία!
-«Άκου, τα πολλά λόγια είναι φτώχια. Από ‘δω και πέρα, θα είσαι η πουτάνα μου και θα σε κάνω ό, τι θέλω.. Οκ;», είπε κυνικά ο νεαρός. «Και μιας κι έχουμε σχολάσει, λέω να σου ρίξω έναν... πήδουλο τώρα, έτσι για να συνηθίσεις την ιδέα…», συμπλήρωσε με αναίδεια.
-«Μα, δεν γίνεται. Με περιμένουν σπίτι ο άντρας μου, τα παιδιά μου...», ψέλλισε η Μαρία, παλεύοντας να αναβάλλει το αναπόφευκτο.
-«Στ’ αρχίδια μου! Τσακίσου και τράβα για το αμάξι σου!», την πρόσταξε ο αλήτης κι η γυναίκα υπάκουσε, με εκείνον ξοπίσω της...
Λίγο μετά, πάρκαραν έξω από μια πολυκατοικία, μπήκαν στον προθάλαμο κι ο Ελία κάλεσε το ασανσέρ. Όταν επιβιβάστηκαν σ’ αυτό, με το που έθεσε τη μηχανή σε κίνηση, πατώντας το κουμπί, ο κωλοπαιδαράς όρμησε στη Μαρία ακάθεκτος, φιλώντας την ασφυκτικά και συνάμα χουφτώνοντας με το ένα χέρι τον κώλο της και τα στήθη της με το άλλο, ενώ εκείνη δεν πρόβαλλε την παραμικρή αντίσταση.
Όταν πια κατέλυσαν στο σαλόνι του, εκείνος την έγδυσε συνοπτικά, την κάθισε στον καναπέ, κάθισε πλάι της, κόλλησε την πλατιά σαν φτυάρι παλάμη του στο μουνί της κι έπιασε να το τρίβει, παρεμβάλλοντας τη μεσαία δαχτύλα του στα μουνόχειλα της. Η Μαρία έβγαλε ένα κλαψούρισμα κι έστρεψε το πρόσωπό της προς την αντίθετη πλευρά απ’ αυτή του μαθητή της, για να μη βλέπει πόσο την ερέθιζαν, παρά τη θέλησή της, τα χάδια του. Όμως το υγρό και πρησμένο μουνί της την πρόδιδε αδιάψευστα.
-«Καύλωσες πάλι, μανάρι μου, ε; Χα χα!», αναφώνησε το ρεμάλι κι επιτάχυνε το ρυθμό με τον οποίον μαλάκιζε το μουνί της.
Έχοντας εξαντλήσει τα όρια της αυτοσυγκράτησής της, η Μαρία έπιασε να τινάζει σπασμωδικά το κορμί της πάνω - κάτω και το κεφάλι της δεξιά - αριστερά, βαριανασαίνοντας και λαχανιάζοντας, ώσπου παραδόθηκε σ’ έναν ατέλειωτο οργασμό.
-«Αυτό είναι, καύλα μου! Χύσε! Μην το παίζεις ψυχρή. Αφού είσαι ηφαίστειο! Έλα τώρα, γδύσε με... », της είπε ο Ελία.
Εκείνη σηκώθηκε όρθια, μόνο και μόνο για να γονατίσει ανάμεσα στα πόδια του, τον ξεβράκωσε ανυπόμονα, βγάζοντας στη φόρα τα πελώρια...  προσόντα του και με την καρδιά να φλέγεται απ’ την ίδια βουλιμία που είχε νιώσει εκείνο το βράδυ στην τουαλέτα του σινεμά, κόλλησε τα χείλη της σα βεντούζες πάνω στα υπερμεγέθη αρχίδια του και τα ρούφηξε μ’ όλη της τη δύναμη, σχεδόν συρρικνώνοντάς τα!
-«Χμ, καλά τα πας. Πριν συνεχίσεις όμως, έχεις αμελήσει ένα... θεματάκι, δε νομίζεις; Ξέχασες το δόλιο τον αντρούλη σου; Κάνε του κακομοίρη ένα τηλεφωνάκι για να μην ανησυχεί…», πρότεινε το τσογλάνι, με τη Μαρία να παραλύει απ’ το μέγεθος του θράσους του. «Άκουσες τι είπα, ψώλα; Τηλεφώνησε στον κερατούκλη σου τώρα!», πρόσταξε τούτη τη φορά το καθίκι, όταν την είδε να διστάζει. Έχοντας πλήρη επίγνωση της ανήμπορης θέσης της, η Μαρία πήρε το κινητό της και κάλεσε το κινητό του συζύγου της.
-«Έλα καρδιά μου, που είσαι; Σε περιμένουμε για να φάμε…», απάντησε ο Νίκος, πιο πολύ τρυφερά, παρά επιτιμητικά.
-«Αχ μωρέ, το ξέρω, συγνώμη. Προέκυψε κάτι... έκτακτο σχολείο. Φοβάμαι ότι θα μου πάρει καμιά ώρα…», είπε νευρικά η Μαρία.
-«Μη σκας, αγάπη. Εγώ και τα παιδιά θα φάμε και θα κάνουμε νάνι. Φιλιά!», απάντησε ο σύζυγός της κι έκλεισε το τηλέφωνο.
-«Μπράβο… Αγάπη! Χα χα! Ο μαλάκας ο άντρας σου έχαψε το παραμύθι σα χάνος!», σχολίασε περιπαικτικά ο Ελία.
«Σκουλήκι!» σκέφτηκε η Μαρία με οργή, ωστόσο, αυτό δεν την εμπόδισε να βυζάξει το ψωλοκέφαλο του με μανία, λες κι ήθελε να το κόψει, για να καταλήξει με την ψωλή του στο λαρύγγι να τη ‘δουλεύει’ με ζήλο, κουνώντας το κεφάλι της πάνω - κάτω.
-«Ουχ, ναι! Ρούφα, πουτάνα! Πιο δυνατά, πιο γρήγορα! Γαμότο μου, τι τσιμπούκι είναι αυτό!», γκάριξε ο Ελία στεντόρεια.
Λίγη ώρα μετά, της τράβηξε δυνατά τα μαλλιά, αναγκάζοντάς την, προς απογοήτευσή της (!), να ξεκολλήσει απ’ το καυλί του.
-«Οκ, φτάνει. Ήρθε η ώρα να... συγυρίσω το μουνάκι σου!», της ανακοίνωσε απερίφραστα.
Ύστερα την ξανακάθισε στον καναπέ με τα πόδια ανοιχτά, γονάτισε ανάμεσά τους, γράπωσε το πέος του κι άρχισε να το κοπανά και να το τρίβει πάνω στην πρησμένη κλειτορίδα της, κάνοντάς την να συστρέφεται και να νιαουρίζει από καύλα! Κι όταν ο λεχρίτης έπιασε να σουβλίζει το κάθυγρο μουνί της, η καθηγήτρια, πρώτα εισέπνευσε, γεμίζοντας τα πνευμόνια της με αέρα, κι ύστερα άφησε μια τσιρίδα τόσο σπαραχτική, που σήκωσε στο πόδι όσα σκυλιά διέμεναν στην πολυκατοικία, τα οποία έπιασαν να αλυχτάνε πένθιμα!
Σκέφτηκε ενοχικά ότι ποτέ δεν είχε νιώσει έτσι με τον υπέροχο, μα σεξουαλικά... ανεπαρκή, άντρα της. Οι ενοχές της γιγαντώθηκαν, όταν ο Ελία έπιασε να ξεσκίζει το μουνί της με άγριες ψωλιές. Εκείνη, ενώ ούρλιαζε από ηδονή, σπαρταρώντας άγρια, σκεφτόταν, ότι η μαλαπέρδα του έφηβου γαμιά της έφτανε σε τέτοια βάθη μέσα της, που ούτε να... ονειρευτεί δεν μπορούσε το καυλάκι του Νίκου!
-«Έτσι, ερωτιάρα μου, ούρλιαξε! Σ’ αρέσει που η ψωλάρα μου σου ξεχειλώνει το μούνο, ε;» τη ρώτησε χυδαία ο νεαρός.
-«Αχ ναι, μ’ αρέσει! Δώσ' το μου άγρια. Είναι τρέλα!», άκουσε με φρίκη τον εαυτό της να ομολογεί η Μαρία!
-«Πάρε να ‘χεις τότε, σκύλα!», φώναξε το κτήνος. 
Έπιασε να ταλανίζει τη λεκάνη του ακόμα πιο γρήγορα, προκαλώντας στο μουνί της τον πιο συγκλονιστικό οργασμό που είχε ποτέ, ο οποίος την έκανε να χτυπάει το κεφάλι της στην πλάτη του καναπέ με... αυτοκτονική μανία! Η στάση της επηρέασε και τον Ελία, που απέσυρε τον πούτσο του απ’ το μουνί της και τον έχωσε ανάμεσα στα στήθη της.
-«Σφίξε τον, μωρό μου, με τα πεπόνια σου!», τη διέταξε. 
Η Μαρία, όχι μόνο υπάκουσε, αλλά, ενώ το κάθαρμα κουνούσε παλινδρομικά τη λεκάνη του, μαλακίζοντας την ψωλάρα του με τα βυζιά της. Κάθε φορά που έσπρωχνε μπροστά, φέρνοντας το ψωλοκέφαλο του κοντά στο στόμα της, εκείνη το μάγκωνε με τα χείλια της και το βύζαινε εξοντωτικά, επισπεύδοντας και τη δική του κορύφωση. 
-«Χύνω, γαμότο, χύνω! Πάρ’ τα στη μούρη, μωρή βρώμα!», κραύγασε ο Ελία. 
Μαλάκιζε ξέφρενα το μαρκούτσι του, ενώ η ουρήθρα του εκτόξευε αλλεπάλληλες ριπές αχνιστής ψωλόκρεμας, που όλες ανεξαιρέτως μύστριζαν την καθηγήτριά του στο πρόσωπο! Όλως περιέργως όμως, εκείνη δεν ένιωσε καμία αηδία.. μόνο ηδονή! 
Χωρίς δισταγμό, άρπαξε τον πούτσο του Ελία, αποδιώχνοντας το χέρι του με το χέρι της, τον τράβηξε, αναγκάζοντάς τον κάτοχό του να τον φέρει στο στόμα της, κι έπειτα βύζαξε τη βάλανό του, με μάτια γουρλωμένα από λαχτάρα, τρώγοντας τα τελευταία αποθέματα σπέρματος που ανάβλυζαν απ’ την ουρήθρα του, ενώ μούγκριζε σα ζώο!
Ο Ελία κοίταξε την... στολισμένη με το χύσι του μάπα της καθηγήτριάς του, προσπαθώντας να ανιχνεύσει σε αυτήν κάποιο συναίσθημα. Μολαταύτα, εκείνη παρέμεινε ανέκφραστη σα σφίγγα. Εντελώς σιωπηλή, μάζεψε αργά τα ρούχα της κι αμπαρώθηκε στην τουαλέτα, από όπου βγήκε μετά από κανένα δεκάλεπτο, καθαρή και σουλουπωμένη, κι έφυγε βεβιασμένα, δίχως να αρθρώσει την παραμικρή κουβέντα.
Όταν μπήκε στο αμάξι, έκλαψε με απόγνωση, που πήγαζε από την πλήρη αδυναμία της, τόσο να ξεφύγει από την αριστοτεχνική παγίδα του μαθητή της, όσο και να ελέγξει στο νοσηρό πάθος της για την ψωλή του. Στη μορφή της είχε χαραχτεί μια θλίψη τόσο εμφανής, που, σαν έφτασε σπίτι, ο Νίκος τη ρώτησε τι έτρεχε, με εκείνη να του σερβίρει το πρώτο ψέμα που της ήρθε, ότι, δήθεν, ήταν κουρασμένη. 
Με το ίδιο μάλιστα ψέμα, αργά τη νύχτα, ματαίωσε την απόπειρά του να της κάνει έρωτα. Ωστόσο, δεν τόλμησε να ξεκαθαρίσει μέσα της αν το έκανε αυτό γιατί το αμαρτωλό μυστικό της δεν της άφηνε μυαλό για τίποτα άλλο, ή γιατί την αηδίαζε η προοπτική να τη γαμήσει με και να χάσει την αίσθηση μετά το υπέροχο ξεμούνιασμα που της είχε κάνει ο Ελία με τον τεράστιο ψώλαρο του!
Το άλλο πρωί, η αβάσταχτη θλίψη της επανέκαμψε με το που ξύπνησε. Το μόνο καλό ήταν πως εκείνη την ημέρα τέλειωνε το μάθημα νωρίτερα, άρα θα μπορούσε να γυρίσει σπίτι της για να χαλαρώσει και να σκεφτεί. Έτσι, εκεί κατά τις έντεκα, κατέβηκε την εσωτερική σκάλα που οδηγούσε σ’ έναν ερημικό κι αχρησιμοποίητο τομέα του σχολείου, ο οποίος γειτνίαζε με το πάρκινγκ, όπου είχε αφήσει το αμάξι της.
-«Επ! Μωρό μου, για πού το ‘βαλες; Πας να μου τη σκάσεις;», άκουσε άξαφνα μια γνώριμη φωνή να λέει από πίσω της.
Όταν στράφηκε αλαφιασμένη, είδε τον Ελία να στέκεται μπρος στην ανοιχτή πόρτα μιας αίθουσας και να της νεύει με αδόκητο... νάζι. Έχοντας επίγνωση της μειονεκτικής θέσης της, μπήκε σιωπηλά στην αίθουσα, που αποδείχθηκε ότι ήταν αποθήκη αθλητικού υλικού. Η Μαρία κοίταξε γύρω της με απέχθεια. Μπάλες, σκυτάλες, ως και στρώματα και ξύλινοι... ίπποι γυμναστικής, όλα πεταμένα από ‘δω κι από κει και καλυμμένα με ένα παχύ στρώμα σκόνης. Κατόπιν έστρεψε το βλέμμα της ξανά στο μαθητή της και του είπε παραπονιάρικα:
-«Σε παρακαλώ, Ελία, όχι εδώ. Είναι τόσο βρώμικα! Θα κολλήσουμε καμιά... »
Άφησε τη φράση της έωλη, καθώς βρέθηκε να αντικρίζει το τερατώδες παλούκι του αλήτη, ο οποίος, όσο εκείνη περιεργαζόταν το χώρο, είχε προλάβει να ξεβρακωθεί.
-«Δεν έρχεσαι εδώ να με ρουφήξεις, λέω εγώ και να αφήσεις τις μαλακίες, πουτανίτσα;», είπε ο τσόγλανος ανυπόμονα.
Η Μαρία γονάτισε μπροστά του πειθήνια, κόλλησε τα χείλη της στη βάλανό του και τη βύζαξε φιλήδονα. Έπειτα, κατάπιε τον πούτσο του μέχρι... σκασμού, κι έπιασε να τον ρουφάει παθιασμένα, ενώ συνάμα μάλλαζε τα μυώδη οπίσθιά του!
-«Αυτό είναι, κουφάλα! Ρούφα την ψώλα! Παίξε με τον κώλο μου! Μα τον Κολόμβο, είσαι μεγάλη τσιμπουκλού!», φώναξε το ρεμάλι.
Λίγα λεπτά μετά, τη σήκωσε όρθια, της έβγαλε τη μπλούζα, πετώντας την αδιάφορα στο σκονισμένο δάπεδο, ψάρεψε τις βυζάρες της μες από το σουτιέν της κι έπιασε να πιπιλάει εναλλάξ τις ρώγες της με τέτοιο μένος, που την έκανε να χοροπηδάει από πόνο. Ύστερα, της σήκωσε τη φούστα ψηλά και μάλλαξε κάμποσο τα τροφαντά οπίσθιά της, λέγοντάς της στο καπάκι με αμετακίνητη αποφασιστικότητα:
-«Πέσε στα τέσσερα, μωρή καριόλα! Θέλω να σε ‘πάρω’ πισωκολλητά, σα... σκύλα!»
Υπακούοντας με βιάση, η Μαρία γονάτισε πάνω σε μια στοίβα από μουχλιασμένα σορτς και στηρίχτηκε στο δάπεδο με τους αγκώνες, τουρλώνοντας έτσι τον κώλο της. Μ’ ένα χλευαστικό καγχασμό για τη δουλοπρεπή στάση της, ο Ελία γονάτισε πίσω της, της κατέβασε το εσώρουχο και της έριξε στο δεξί κωλομέρι της ένα απίστευτα δυνατό χαστούκι, που έσκασε πάνω στο τρυφερό δέρμα της σαν... κροτίδα!
-«Αουχ!», βόγκηξε εκείνη... ερεθισμένη. 
Το χτύπημα, όλως ανεξηγήτως, την οδήγησε στα πρόθυρα του οργασμού, ο οποίος ήρθε λυτρωτικός, μόλις ο τσογλαναράς έμπηξε ολόκληρο το παπάρι του στο υγρό μουνί της με μια μόνο ψωλιά, σουβλίζοντάς τη σαν αρνί. Και τον πρώτο οργασμό ακολούθησαν δεύτερος, τρίτος, τέταρτος… Για την ακρίβεια, κάθε φορά που ο Ελία έμπηγε την μαλαπέρδα του στα πιο απύθμενα βάθη της ύπαρξής της, η Μαρία ούρλιαζε σπαραχτικά, νιώθοντας το μουνί της να αμολά ολόκληρα ποτάμια από υγρά, σαν αντλία. Και τα ουρλιαχτά της δυνάμωσαν, όταν το κτήνος έπιασε να σφαλιαρίζει ανελέητα τα καπούλια της με τις χερούκλες του!
-«Χο χο! Τι έχουμε εδώ; Σ’ αρέσει το... άγριο παιχνίδι, κουφάλα, ε;», ρώτησε σαρδόνια.
-«Ουχ, Θεέ μου, ναι! Είναι υπέροχο! Γάμα με άγρια. Σκίσε με! Ουχχχ…», συγκατένευσε απροκάλυπτα η Μαρία!
Άξαφνα, το τσουτσέκι απέσυρε το πέος του απ’ το μουνί της κι έπιασε να το τρίβει απειλητικά στην κωλοχαράδρα της.
-«Ξέρεις τι θα κάνω τώρα, πόρνη; Θα σου γαμήσω τον κώλο! Θα στον ανοίξω σαν... κονσέρβα με τον πούτσο μου!», δήλωσε ωμά.
-«Μη, Ελία, σε παρακαλώ.. Δεν το έχω πάρει ποτέ από ‘κει…», ικέτευσε εκείνη έντρομη στο άκουσμα της απειλής του.
-«Σκασμός, σκύλα!», γάβγισε ο λεχρίτης, άνοιξε τα κωλομέρια της κι ακούμπησε το ψωλοκέφαλό του στην πίσω πόρτα της.
-«Μμμ… ‘φρέσκος’, αγάμητος κωλαράκος! Γουστάρω!», μούγκρισε περιχαρής κι έπιασε να σπρώχνει προς τα μπρος ανυποχώρητα.
Η Μαρία άφησε μια οιμωγή τόσο εκκωφαντική, που δόνησε την ατμόσφαιρα, νιώθοντας κυριολεκτικά σαν... τον Αθανάσιο Διάκο, καθώς ο εισβολέας διαπερνούσε την ανέγγιχτη τρύπα της.
-«Χο, θα ήθελα να ‘σουν από μια μεριά να δεις πως ρουφάει η κωλοτρυπίδα σου τον πούτσο μου!», πανηγύρισε ο αλήτης. 
Συνέχισε να σπρώχνει, καμακώνοντας σαδιστικά τον κώλο της καθηγήτριάς του με το υπόλοιπο τεράστιο παλαμάρι του.
-«Διάολε, έπιασα πάτο! Πώς νιώθεις, σκατοκαριόλα, τώρα που σου σούβλισα την κωλάρα;», απαίτησε να μάθει λίγο μετά.
Εκείνη δεν μίλησε, ντρεπόμενη να ομολογήσει αυτό που είχε αντιληφθεί με φρίκη δευτερόλεπτα πριν, ότι δηλαδή, το μόνο συναίσθημα που της προκαλούσε ο ανυπόφορος πόνος απ’ το αδυσώπητο σούβλισμα του κώλου της, ήταν η... ηδονή! Όμως όσο κι αν επιθυμούσε να κρυφτεί, το αυθόρμητο τούρλωμα των οπισθίων της και οι αλλεπάλληλες συσπάσεις του υγρού μουνιού της, την εξέθεταν πανηγυρικά.
-«Χμ.. καύλωσες, μωρή; Γουστάρεις που σου σκίζω την κωλάρα, κουφάλα, έτσι;», ρώτησε μακιαβελικά ο Ελία.
-«Αχ, ναι, Ελία! Ξεπάτωσέ με! Σκίσε μου τον κώλο! Είναι τόσο ωραίο!», απάντησε η Μαρία με ανερμάτιστη ξετσιπωσιά.
-«Χα! Μου φαίνεται τελικά ότι εσείς οι κουλτουριάρες είστε οι πιο έκφυλες ψωλαρπάχτρες!», δήλωσε το ρεμάλι. 
Άρχισε να ταλανίζει τα ισχία του απότομα, μπήγοντας ολόκληρο τον πούτσο του στον κώλο της Μαρίας σαν πρέσα, ενώ εκείνη, όχι μόνο δε δυσφόρησε στο ελάχιστο, ίσα - ίσα, άνοιξε η ίδια τα κωλομέρια της για να τον βοηθήσει να φτάσει βαθύτερα, γρούζοντας σα γουρούνα από ευχαρίστηση.
-«Σε ξεκώλιασα, πουτάνα! Σου ‘κανα τον πάτο σουρωτήρι!», φώναξε το αρχίδι. 
Ξάπλωσε τη Μαρία ανάσκελα, κάθισε πάνω στο στήθος της, άρπαξε την απελευθερωμένη πια από τα δεσμά του κώλου της ψωλή του απ’ τη χοντρή της ρίζα και της βούλωσε μ’ αυτήν το στόμα.
-«Φάε το παπάρι μου όπως βγήκε απ’ τον κώλο σου, τσούλα! Κάνε με να χύσω!», την πρόσταξε ξερά. 
Εκείνη, χωρίς ίχνος δισταγμού, έπιασε να βυζαίνει τον σκληρό ψώλαρό του με τα χείλη της και να τον τρομπάρει φρενιασμένα, ώσπου τον οδήγησε στην κορύφωση.
-«Ωχ, διάολε, χύνω! Πάρτα όλα, μωρή άρρωστη!», φώναξε το κτήνος. 
Το καυτό σπέρμα του γέμισε το στόμα της καθηγήτριας, η οποία το καταβρόχθισε αστραπιαία, δέσμια της ανόσιας δίψας της για τους χυμούς της κορύφωσής του.
Η αδυναμία να ξεφύγει απ’ τον εκβιασμό του Ελία και η κλιμακούμενη νοσηρότητα των πομπών στις οποίες την έσπρωχνε ο πόθος της για το υπέροχο μαρκούτσι του, πυροδότησε στην ψυχή της Μαρίας ένα κύμα πανικού. Πώς στην ευχή θα ξέφευγε απ’ την παγίδα του; Όσο κι αν βασάνισε το μυαλό της, ο μόνος τρόπος που βρήκε για να το πετύχει αυτό, ήταν να σβήσει το επίμαχο βίντεο από το κινητό του. Τότε όμως η επιφοίτηση τη χτύπησε ξαφνικά με τη δύναμη χιονοστιβάδας. Το τσογλάνι δεν μπορούσε να είχε τραβήξει το βίντεο, μιας και πρωταγωνιστούσε σ’ αυτό. Διάολε, είχε και συνεργούς, στων οποίων τα κινητά έπρεπε επίσης να βάλει χέρι! Το έργο της ήταν απίστευτα δύσκολο, αλλά δεν έβλεπε άλλη ρεαλιστική λύση. Έπρεπε να κερδίσει την εμπιστοσύνη του δυνάστη της, ικανοποιώντας ενθουσιωδώς όλες τις ακόλαστες επιθυμίες του, κι ίσως τότε εκείνος της αποκάλυπτε τα ονόματα των συνεργών του.
Την άλλη μέρα, μετά το σχόλασμα, πήγε με το αμάξι στο σπίτι του Ελία - φτάνοντας φυσικά πριν από εκείνον, που γύριζε με τα πόδια. Πάρκαρε και περίμενε, μονολογώντας ξανά και ξανά ότι η ανάγκη την έσπρωχνε να παραδώσει το κορμί της βορά στις ακόλαστες ορέξεις του μαθητή της. Ωστόσο, στη σκέψη και μόνο τι θα της έκανε σα ξεμοναχιάζονταν, το μουνί της γινόταν λούτσα! Ο νεαρός εντόπισε το αυτοκίνητό της από απόσταση και παρότι ένιωσε τεράστια ικανοποίηση που η καριόλα άρχισε επιτέλους να... ‘στρώνει’, αποφάσισε να κάνει τον... Κινέζο, εν είδει τιμωρίας για τις μέχρι τότε σεμνότυφες κόνξες της, που του είχαν πρήξει τ’ αρχίδια!
-«Επ! Γεια σου, καυλιάρα μου! Πώς από δω;», τη ρώτησε φτάνοντας δίπλα στο αμάξι, προσποιούμενος τον έκπληκτο.
-«Ναι, θέλω.. Πούτσο!», του αποκρίθηκε η Μαρία απροκάλυπτα, ενσαρκώνοντας το ρόλο της χωρίς παλινωδίες.
-«Τι έγινε, μανάρι μου; Ο κερατούκλης σε παραμελεί;», την τσίγκλησε στυγνά εκείνος, διασκεδάζοντας με την ψυχή του.
Η ύπουλη αναφορά στο ευαίσθητο θέμα του συζύγου της, υπονόμευσε στιγμιαία την αποφασιστικότητα της γυναίκας. Εντούτοις, δεν επέτρεψε στον εαυτό της να αποπροσανατολιστεί απ’ την πραγμάτωση του στόχου της κι ακολούθησε το ρεμάλι στο διαμέρισμά του. Όταν κάθισαν πλάι - πλάι στον καναπέ του σαλονιού, η Μαρία έτριψε πρώτα τον καβάλο του ανενδοίαστα και κατόπιν τον ξεβράκωσε, βγάζοντας στη φόρα τα ψωλάρχιδά του, στα οποία επιτέθηκε ακάθεκτη, ρουφώντας και μουλιάζοντας γλυκά, κάθε τετραγωνικό χιλιοστό τους στην κυριολεξία, φτάνοντας ακόμα - ακόμα και στις... παρυφές του κώλου του.
-«Μ’ έχεις φτιάξει για τα καλά. Θα φας το γαμήσι της ζωής σου!», αναφώνησε ο Ελία και σηκώθηκε πάνω, έτοιμος για δράση.
Η Μαρία σηκώθηκε σχεδόν ταυτόχρονα και πισωπάτησε λιγάκι, κοιτώντας τον επιβήτορά της με υποτιθέμενο πρόστυχο νάζι.
-«Τι έγινε, μανάρι μου; Θες παιχνίδια; Μήπως θες να σε κυνηγήσω για να σε πιάσω;», τη ρώτησε εκείνος με απορία.
-«Όχι, όχι! Θέλω μοναχά να σου πω κάτι. Δε θέλω να με γαμήσεις απλά.. θέλω να με ξεσκίσεις και να με πονέσεις. Μου αρέσει!», αποκρίθηκε η Μαρία γλαφυρότατα, έχοντας σηκώσει τη φούστα της και τρίβοντας φόρα - παρτίδα το μουνί της πάνω απ’ το βρακάκι της.
Αποθρασυνόμενος απ’ την ομολογία της, ο Ελία τη βούτηξε απ’ τους ώμους, την έστριψε, ώσπου βρέθηκε να αντικρίζει το κορμί της από πίσω, και της σφαλιάρισε τον κώλο τόσο δυνατά, που σχεδόν την... απογείωσε, κάνοντάς τη να αφήσει μια εκκωφαντική τσιρίδα.
-«Έτσι το θες, μωρή;», σφύριξε στ’ αφτί της, κολλώντας το κορμί του στο δικό της και ζουλώντας αισχρά τους βύζους της.
-«Αχ ναι, έτσι! Τσάκισέ με, ψωλαρά μου! Μ' αρέσει!», βόγκηξε η Μαρία, έχοντας μπει για τα καλά στο πετσί του ρόλου.
Εκείνος γράπωσε γερά το πουκάμισό της και με τα δυο χέρια του, το τράβηξε απότομα προς αντίθετες κατευθύνσεις, ξηλώνοντας όλα τα κουμπιά του - τα οποία εκτοξεύθηκαν κυριολεκτικά σα θραύσματα... οβίδας - κι ύστερα την έστρεψε ξανά προς το μέρος του.
-«Αχ, τι ωραία! Σκίσ' τα όλα!», είπε κείνη μ’ έξαψη, την οποία απέδωσε στη διαφαινόμενη επιτυχία του σχεδίου της.
Το τσογλάνι κατέβασε το πουκάμισό της στους καρπούς της, παγιδεύοντας έτσι τα χέρια της στα πλευρά της, ψάρεψε τους αφράτους και κατάλευκους βύζους της μέσα απ’ το σουτιέν, τους ανασήκωσε κι έπιασε να δαγκώνει εναλλάξ τις ρώγες της σαν πεινασμένος λύκος.
-«Γουστάρεις πόνο, σκύλα;», ξαναρώτησε το καθίκι, βγάζοντάς της συνάμα τη φούστα και ξεσκίζοντας το κιλοτάκι της.
-«Αχ, ναι ναι! Καύλα μου, είμαι τόσο υγρή! Σε παρακαλώ, Ελία, γάμα με! Γάμα με τώρα! Το ‘χω ανάγκη!», βόγκηξε η Μαρία.
Αμέσως ο νεαρός την πέταξε πάνω στον καναπέ, γονάτισε ανάμεσα στα μπούτια της κι έπιασε να τρίβει επίμονα την ψωλάρα του πάνω στο φουσκωμένο, σαν αφράτη φραντζόλα, απ’ την... καύλα, μουνί της, κάνοντάς την να τρέμει και να βογκά.
-«Αχ, παιδαρά μου, μη με βασανίζεις, να χαρείς! Δως το μου…», εκλιπάρησε η καθηγήτρια. 
Τίναξε με αδημονία τη λεκάνη της προς την κατεύθυνση του μαθητή της, επαναλαμβάνοντας στον εαυτό της ότι όλα ήταν... ηθοποιία. Όταν όμως ένιωσε το τεράστιο μακρινάρι να διαπερνάει το μουνί της απ’ άκρη σ’ άκρη, γούρλωσε τα μάτια της μέχρις αποκόλλησης... βολβών κι άφησε μια τόσο διαπεραστική στριγκλιά γνήσιας έκστασης, που γδάρθηκε ο λαιμός της! Ο Ελία χιχίρισε περιφρονητικά, βλέποντας την αντίδρασή της, κι έπιασε να πετσοκόβει αναίσθητα το μουνί της με την ψωλάρα του με ασύλληπτα βάναυσα τινάγματα της λεκάνης του, αναγκάζοντας τη Μαρία να ανασηκώσει το πανωκόρμι της, να τυλίξει τα χέρια της γύρω του, κι ύστερα να φωνάξει, πασχίζοντας, καθόλου επιτυχημένα είναι αλήθεια, να μη σκέφτεται πόσο πολύ απολάμβανε το ξεμούνιασμα:
-«Αχού, Θεέ μου! Πόσο βαθιά φτάνεις μέσα μου, γαμιά μου! Έτσι, σκίσε με! Ξετίναξέ με! Κάνε μου το μουνί χωνίίίί!»
-«Πάω στοίχημα ο άντρας σου ποτέ δεν έχει καταφέρει κάτι τέτοιο. Έλα, πες το.. την έχει μικρή, ε;», χτύπησε ξανά το κάθαρμα ακριβώς εκεί που ήξερε ότι την πονούσε. 
Κι όταν έλαβε τη σιωπή της προς απάντησή του, πάγωσε επιτόπου, παύοντας τελείως να κουνιέται.
-«Χι χι! Ψωλαρά μου, μη σταματάς. Σε παρακαλώ, γάμα με!», νιαούρισε η Μαρία, ‘βαφτίζοντας’ την ικεσία της μέρος του σχεδίου της.
-«Όχι πριν μάθω αυτό που θέλω.. ο άντρας σου την έχει μικρή, έτσι;», ξαναρώτησε πεισματάρικα ο αληταράς.
-«Ναι, διάολε. Την έχει τόσο μικρή, που όταν με γαμάει, υποκρίνομαι ότι χύνω! Αυτό θες να ακούσεις; Θες να ακούσεις επίσης ότι χύνω μόνο όταν μαλακίζομαι, ζαχαρώνοντας μεγάλες πούτσες;», ομολόγησε την, καθόλου κολακευτική για το ταίρι της, αλήθεια η καθηγήτρια.
-«Μη σκας, ερωτιάρα μου, εγώ είμαι εδώ!», απάντησε ο Ελία. 
Τίναξε τους γοφούς του μπροστά, ξαναμπήγοντας την πουτσάρα του στο μουνί της, κι ύστερα έπιασε να το σφυροκοπάει ξανά με λυσσαλέες ψωλιές. Εκείνη γαντζώθηκε ξανά πάνω του, νιώθοντας να καταφτάνει ο οργασμός της. Κι όταν τη χτύπησε σαν τσουνάμι, αφέθηκε άνευ όρων στη δίνη του, στριγγλίζοντας εκκωφαντικά και σπαρταρώντας τόσο ανεξέλεγκτα, που συμπαρέσυρε στην κίνησή της και τον... καναπέ! «Γαμότο μου! Τι καυλοράπανο είναι αυτή η μούνα! Χτύπησα... Τζακ Ποτ!», σκέφτηκε ο Ελία, με το μούτρο του να φωτίζεται από ένα πλατύ χαμόγελο, το οποίο έσβησε στιγμιαία όταν η Μαρία τον έσπρωξε μακριά της. Επανήλθε όμως, ακόμα πιο θριαμβευτικό, όταν την είδε να του γυρίζει την πλάτη, να γονατίζει στον καναπέ, να τουρλώνει ξετσίπωτα την κωλάρα της, να γραπώνει τα κωλομέρια της, να τα ανοίγει διάπλατα, να στρέφει το κεφάλι της προς τα πίσω, και να του λέει με μια έκφραση γνήσιας πουτανιάς χαραγμένη στη μάπα της:
-«Έλα, παίδαρέ μου, σκίσε μου τον κώλο! Θέλω να νιώσω την πουτσάρα σου να μου βγάζει έξω τα... άντερα!»
Χωρίς χρονοτριβή, ο Ελία την πλησίασε, κόλλησε τη ντούρα μαλαπέρδα του στο στόμιο της κωλοτρυπίδας της κι έπιασε να σπρώχνει, φυτεύοντάς την πόντο - πόντο στα σωθικά της, ενώ εκείνη σκλήριζε ακατάσχετα και κοπανούσε τη μάπα της στον καναπέ σαν επιληπτική! Όταν ολοκλήρωσε τη διείσδυσή του, της έχωσε από ένα παταγώδες σκαμπίλι στο κάθε κωλομέρι, αφήνοντας πάνω τους δυο συμμετρικά αποτυπώματα της παλάμης του, την άρπαξε από τα μαλλιά, για να βρει κράτημα, κι άρχισε να... εκτοξεύει τα λαγόνια του, μια μπρος και μία πίσω, καρφώνοντας σαν έμβολο ολόκληρο τον πελώριο πούτσο του στον κώλο της μέχρι τη ρίζα. «Χε, αυτό σίγουρα πονάει..», σκέφτηκε χαιρέκακα, γι’ αυτό κι έμεινε κάγκελο απ’ την έκπληξη, όταν είδε τη γαμιόλα να σπρώχνει προς τα πίσω, σουβλίζοντας η ίδια 
τον πάτο της στο παλούκι του, ικετεύοντας τον παράλληλα να την ξεκωλιάσει!
-«Τώρα θα δεις, πουτάνα!», μούγκρισε ο Ελία. 
Τη βούτηξε απ’ τη μέση, ακινητοποιώντας την, κι επιτάχυνε την ταλάντευση της λεκάνης του, με συνέπεια, κάθε φορά που έσπρωχνε μπρος, να καρφώνεται ολόκληρη η τερατώδης μαλαπέρδα του στον κώλο της μονοκοπανιά!
-«Αυτό θα πει ξεκώλιασμα, καριόλα! Σου ξεχείλωσα τον πάτο σα χωνί!», μούγκρισε ο Ελία. 
Έβαλε την τελική πινελιά στην ξεφτίλα της Μαρίας, ξεκαρφώνοντας το παλούκι του απ’ τον κώλο της, χύνοντας, στη... χούφτα της και προστάζοντάς την να φάει το ψωλοζούμι του! Κι όταν την είδε, πρώτα να κοιτά λιγωμένα τη βλεννόμορφη κρέμα κι έπειτα να την καταβροχθίζει λιμασμένα, πλαταγίζοντας τα χείλη της με αηδιαστική βουλιμία, ρουθούνισε θριαμβευτικά, θεωρώντας, δικαίως, τον εαυτό του υπεύθυνο για την αισχρή μετάλλαξή της.
Συνεχίζεται

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου