Τετάρτη 25 Μαΐου 2022

ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΛΕΩΦΟΡΙΟ Β3

Ήταν μια από εκείνες τις μέρες που ξέρεις από το πρωί ότι τίποτα δεν θα πάει καλά. Ξύπνησα, με καθυστέρηση μιας ώρας κι έφτασα στη δουλειά 2 ώρες αργότερα από το κανονικό. Ο διευθυντής ούρλιαζε στο αυτί μου σε όλη τη διάρκεια της διαδρομής και όταν μπήκα στο γραφείο με περίμενε το χάος. Και εκτός από το χάος μου χύθηκε ο καφές στο άσπρο μου πουκάμισο, 10΄ πριν την έναρξη της παρουσίασης, ο εκτυπωτής μου αποφάσισε ότι αντί για τις 2 σελίδες της παρουσίασης μου, σε ελληνική γλώσσα, μπορούσε να εκτυπώσει 40 σελίδες με κινέζικους χαρακτήρες, ο βοηθός μου έπαθε κρίση άγχους επειδή δεν είχε συμμετάσχει άλλη φορά σε meeting τέτοιου επιπέδου και ο διευθυντής μου συνέχιζε να ουρλιάζει για τα πάντα.
ΥΓ Και δεν ξέρω αν σας είπα, αλλά δεν ανήκω στην κατηγορία των καταπληκτικών αυτών ανθρώπων που λειτουργούν καλύτερα κάτω από συνθήκες έντονου άγχους.
Αποκορύφωμα, στις 16.30 που είχαν τα πράγματα ηρεμήσει και μασούλαγα μια φρυγανιά για να ηρεμήσει επιτέλους και το στομάχι μου, μου έσπασε ένα δόντι!! Και αφού βρήκα τον οδοντίατρό μου (είναι ένας από αυτούς τους οδοντίατρους-ντίβες, κάπου στο Κολωνάκι, που σε πείθουν πόσο απαραίτητοι και καταπληκτικοί είναι ώστε να μην διαμαρτύρεσαι όταν σου χρεώνουν το μισό σου μηνιάτικο για ένα σφράγισμα) μου έκλεισε ραντεβού για τις 20.00 το βράδυ με ύφος «δε φτάνει που σε εξυπηρετώ αυθημερόν».
Μη σας τα πολυλογώ, έφυγα από τον οδοντίατρο στις 20.20 αφού πρώτα έκανε διάγνωση και μετά με έδιωξε ώστε να χωνέψω με την ησυχία μου το νούμερο που μου είπε για τη «σωτηρία της ρίζας του χαμένου μου δοντιού». Όλα αυτά φυσικά για να μην πάθω εγκεφαλικό στο γραφείο του και άντε να πείσει μετά ότι δεν έφταιγε το ποσό που μου ξεφούρνισε.
Και έτσι, η ώρα 20.45 με βρίσκει απέναντι από την Βουλή των Ελλήνων, κατάκοπη, καταπονημένη και δυστυχισμένη (από το ποσό του οδοντιάτρου) να περιμένω το λεωφορείο να με πάει σπίτι μου, κάπου στη Γλυφάδα. Και αφού επιτέλους έρχεται το λεωφορείο, μπαίνω μέσα και σωριάζομαι (κυριολεκτικά) σε ένα κάθισμα σε ένα σχεδόν άδειο λεωφορείο. Έπιασα παράθυρο και με κλειστά μάτια ψιλοακουμπισμένη στο παράθυρο σκεφτόμουν να κάνω ληστεία να πληρώσω τον οδοντίατρο ή απλά να ξεχάσω το 4ημερο που ονειρευόμουν στη Ρώμη; Και επειδή γενικά είμαι φιλήσυχη πολίτης η πλάστιγγα έγερνε προς το δεύτερο. Μόνο πρόβλημα να πείσω τον Αστέρη, τον άντρα μου αλλά γι αυτό κάτι θα έκανα.
Μετά από μια στάση, κάποιος κάθισε δίπλα μου. Δεν άνοιξα τα μάτια μου, επειδή δεν είχα το κουράγιο. Ο συνταξιδιώτης μου ακουμπούσε απλά, όσο ακουμπάει κάποιος που κάθεται δίπλα σου στο λεωφορείο και μάλιστα έκανε προσπάθεια να μην πέφτει καθόλου πάνω μου.
Και ξαφνικά, συνέβη. Όλο μου το σώμα ανατρίχιασε. Από τα δάχτυλα των ποδιών μου μέχρι το κεφάλι μου. Ένιωθα ρίγη να διατρέχουν τη σπονδυλική μου στήλη. Οι ρόγες μου ερεθίστηκαν και πίεζαν το λερωμένο μου πουκάμισο. Δεν το πίστευα. Ένιωθα στο σβέρκο μου τις τριχούλες μου σηκωμένες. Ανατριχίλες, παντού. Σχεδόν κράταγα την  ανάσα μου, απολαμβάνοντας αυτό που συνέβαινε. Το κορμί μου οργίαζε, και το μυαλό μου έφτιαχνε εικόνες με κορμιά πλεγμένα, ιδρωμένα και σε κάθε πιθανή στάση έχοντας ξεχάσει φυσικά τελείως τον οδοντίατρο! Καιγόμουν. Σαν να είχα πυρετό. Μα είναι δυνατό;; Να κάθεται δίπλα μου κάποιος και οι ορμόνες μου να κάνουν πάρτι;
Απολάμβανα τη στιγμή, όσο δεν μπορώ να σας περιγράψω, προσπαθούσα να πιάσω την οποιαδήποτε μυρωδιά του, και δεν ήθελα να ανοίξω τα μάτια μου. Γιατί να απογοητευτώ; Ταυτόχρονα είχα αρχίσει να αναρωτιέμαι, είναι αμοιβαίο; Ένας μικρός αναστεναγμός από δίπλα μου έλυσε αυτή την απορία. Απίθανος ήχος. Πολύ ήθελα να τον επαναλάβω. Και τώρα τι;; αναρωτιόμουν. Ο άντρας μου είχε χαθεί από την μνήμη μου. Ο ιός της σεξουαλικής επιθυμίας είχε εισβάλει στα κυκλώματα μου και τα είχε καταλάβει. Είναι δυνατόν να κατεβεί πχ στην επόμενη στάση και να τον αφήσω έτσι απλά; Αναρωτιόμουν. 
Πεισματικά πια, δεν άνοιγα τα μάτια μου. Αρνιόμουν να δω ποιος καθόταν δίπλα μου. Οι ορμόνες μου συνέχιζαν ανεξέλεγκτες το παιχνίδι τους. Το στήθος μου το ένιωθα έτοιμο να εκραγεί, οι ρόγες μου είχαν σκληρύνει τόσο που πόναγαν και μια ύπουλη υγρασία απλωνόταν στο εσώρουχό μου. Δεν το είχα πάθει ποτέ ξανά αυτό. Δεν ήταν ο τύπος μου. Δεν άναβα έτσι. Του Αστέρη του τα είχα φορέσει μια φορά μόνο και μάλιστα όταν τα είχαμε. Τώρα όμως το ήθελα κι απορούσα συνάμα. 
Μέσα στο λεωφορείο; Με κάποιον άγνωστο που κάθισε δίπλα μου; Και ήμουν τόσο κουρασμένη. Ήταν ανάγκη σήμερα; αναρωτιόμουν από τη μια και από την άλλη μας φαντασίωνα να κάνουμε ανομολόγητα πράγματα. Και τότε τον ένιωσα να σηκώνεται, ένα βογκητό απροσδιόριστο μεταξύ απογοήτευσης και απελπισίας ξέφυγε από τις ορμόνες μου. (Σιγά μην ήμουν εγώ!). Αυτός γέλασε, ναι, γέλασε, και κάθισε απέναντι μου, βάζοντας τα πόδια μου ανάμεσα στα δικά του. Μμμμ, τι απόλαυση σκέφτηκα. Και δεν επέτρεψα στις ορμόνες μου να πουν ή να μουγκρίσουν τίποτα. Τα μάτια μου πεισματικά κλειστά. Αυτός έσκυψε προς τα μένα και μου είπε με μια από τις πιο ερεθιστικές αντρικές φωνές που έχω ακούσει 
-«Αν σε ενοχλώ, συγνώμη». 
-«Μπορείς να συνεχίσεις να με ενοχλείς» του απάντησα με τα μάτια πεισματικά κλειστά. 
Ξαναγέλασε. Το γέλιο του ήταν καθαρό, ευχάριστο, ερεθιστικό. 
-«Θέλεις να ανοίξεις τα μάτια σου;» μου ψιθύρισε. 
-«Κι αν είμαι μια αλλήθωρη, δεν είναι κρίμα να απογοητευτείς» του απάντησα. Ξαναγέλασε. 
-«Μήπως όμως δεν θέλεις να απογοητευτείς, εσύ; » συνέχισε «κοίτα, δεν μου έχει ξανασυμβεί αυτό. Θα ήθελες να παίξουμε;» είπε. 
-«Δηλαδή;» απάντησα. 
-«Αν κάτι σε ενοχλήσει, σπρώξε μου το χέρι» είπε. 
-«Εντάξει» είπα, χωρίς να ανοίξω τα μάτια μου.
Το ένα του πόδι μπήκε ανάμεσα στα δικά μου. Φόραγα –για κακή μου τύχη!- παντελόνι όποτε.....τίποτα κακό ή περίεργο. Περίμενα ανυπόμονα τη συνέχεια, ενώ όλη αυτή την ώρα οι ορμόνες μου συνέχιζαν το πάρτι. Τα πόδια μου, εκεί που ακούμπαγαν τα δικά του ήταν ανατριχιασμένα. Δεν έκανε τίποτα όμως. Περίμενα. Τίποτα. Απλά τα πόδια μας ακουμπούσαν. Και εγώ ένιωθα έτοιμη να έρθω σε οργασμό. Δηλαδή αν τον είχα γυμνό και μέσα μου;; Στη σκέψη αυτή, η ανάσα μου βάρυνε. Ήμουν έτοιμη να κάνω ότι μου ζητούσε, ένας τύπος που αρνιόμουν να κοιτάξω. Απρόσμενο. Δεν γίνονται αυτά τα πράγματα σκεφτόμουν και την ίδια στιγμή κουνιόμουν ανήσυχη στο κάθισμα, γιατί η....υγρασία είχε πάρει ανησυχητικές διαστάσεις. 
Τότε ένιωσα το χέρι του πάνω στο γόνατό μου. Να με χαϊδεύει απαλά. Η γλώσσα μου έγλυψε τα χείλη μου. Η ανάσα του βάρυνε. Ένα χαμόγελο επιτυχίας απλώθηκε στο πρόσωπό μου. Το χέρι του χάιδευε τώρα λίγο πιο ψηλά από το γόνατο. Τα ρίγη μου ήταν ασταμάτητα. Απλά αρνιόμουν να το πιστέψω ότι μου συνέβαινε αυτό. Δηλαδή το όλο σκηνικό ήταν πλέον σουρεαλιστικό. Έλεγα ότι θα ανοίξω τα μάτια μου και θα διαπιστώσω ότι με είχε πάρει ο ύπνος και απέναντί μου καθόταν κανένας παππούς ετών 79. Όμως όλο μου το κορμί επέμενε ότι δεν ήταν όνειρο. Όπως καθόμασταν ο ένας απέναντι στον άλλον, με αυτόν ελαφρά σκυμμένο προς το μέρος μου και με τα χέρια του να με αγγίζουν, ψηλά, κοντά στους γοφούς, μοιάζαμε σαν ένα ζευγάρι που μιλάει και φυσικά γνωρίζεται παραπάνω από 10 λεπτά!
Όση ώρα τα χέρια του έπιαναν, μάλαζαν, χάιδευαν τα πόδια μου, η ανάσα μου είχε βαρύνει επικίνδυνα. Μου μίλαγε και μου έλεγε διάφορα. Το όνομά του, μια πλήρη περιγραφή του εαυτού του, την ηλικία του και τελείωσε ρωτώντας με αν θέλω να πάω σπίτι του. Εγώ, με τα μάτια πάντα κλειστά, απολάμβανα, τη φωνή του, τα χέρια του και βίωνα την καταπληκτικότερη εμπειρία μου. Ένιωθα σα να μη γνώριζα το κορμί μου. 
Είχε δική του θέληση και βούληση. Ήξερα ότι με αυτόν τον άντρα έπρεπε να βρεθούμε, γυμνοί. Κόντευε να με φέρει σε οργασμό μόνο επειδή άγγιζε τα πόδια μου πάνω από το παντελόνι. Αν δηλαδή φόραγα φούστα;; Στη σκέψη αυτή ο ερεθισμός μου αυξήθηκε. Του μουρμούρισα την απορία μου. Γέλασε. Και μου είπε ότι σε αυτή την περίπτωση θα μας συλλάμβαναν πιθανότατα. Ο αυτοέλεγχος μας ήταν σε οριακό σημείο.
Ξαφνικά, άνοιξα τα μάτια μου. Αντίκρισα ένα από τα ομορφότερα αντρικά πρόσωπα που είχα δει τελευταία. Καταπράσινα μάτια, διαπεραστικό βλέμμα, καλοσχηματισμένα φρύδια και ένα στόμα, για τρελές αμαρτίες φτιαγμένο. Κοίταγε το στόμα μου την ώρα που άνοιξα τα μάτια μου. Με κοίταξε ξαφνιασμένος. 
-«Πίστευα ότι θα έχεις καστανά μάτια», μου είπε. 
Εγώ τον κοίταγα, και ένιωθα σαν να είχε σταματήσει ο χρόνος. Έγλυψα τα χείλη μου, και είπε «μη». Τον κοίταγα ξέπνοη. Τον ήθελα. Μέσα μου. Εκείνη τη στιγμή. Του το είπα. Βόγκηξε. 
-«Μια στάση» είπε και το μυαλό μου δημιούργησε ακαριαία τη στάση, εγώ με τα χέρια κόντρα στην πόρτα του, σκυμμένη, το παντελόνι μου κατεβασμένο, βιαστικά, ελάχιστα, και να μπαίνει με ορμή μέσα μου έχοντας απλά ξεκουμπώσει το παντελόνι του.
Με κοίταγε σαν να καταλάβαινε τι σκεφτόμουν. Άρχισα να του περιγράφω τη σκηνή που φαντάστηκα. Έβαλε το χέρι του στο στόμα μου. Δεν με άφησε να την ολοκληρώσω. «Μη» είπε ξανά. Και έβαλε το χέρι του στο 
στόμα μου. 
-«Θα έρθεις, μαζί μου;» ρώτησε. «αν ναι, εδώ κατεβαίνουμε». 
Τον κοίταξα σαν να ήταν τρελός. Υπήρχε περίπτωση να μην κατέβαινα μαζί του; Θα κατέβαινα ακόμα και αν μου έλεγε ότι ήταν ο τρελός δολοφόνος με το πριόνι. Άλλωστε οι ορμόνες μου είχαν το πάνω χέρι τη βραδιά αυτή. Κατεβήκαμε από το λεωφορείο και ταυτόχρονα ο ένας γύρισε προς τον άλλον και αρχίσαμε να φιλιόμαστε. Η ευχαρίστηση που ένιωσα ήταν απερίγραπτη, παραληρώντας από τον ερεθισμό, πίεσα το στήθος μου πάνω στο στέρνο του. Ένιωθα να λιώνω, τα χέρια του ταξίδευαν σε όλο μου το σώμα. Το φιλί μας βάθυνε, η γλώσσα του άρχισε να παίζει με τα χείλη μου, με τη γλώσσα μου. Είχα μουδιάσει, έβγαζα διάφορους ήχους που δήλωναν τον ερεθισμό μου. Τα γόνατα μου δεν με κρατάγανε. Τριβόμουν πάνω του, ρίγη με συντάραζαν, ένιωθα σαν έφηβη που ανταλλάσσει φιλιά στα κλεφτά. Πρώτος τραβήχτηκε, παρά το παραπονεμένο μου βογκητό. 
-«Έλα, πάμε, θέλω να σε νιώσω γυμνή» είπε. 
Πήρε την τσάντα μου από τα χέρια μου, ήταν έτσι κι αλλιώς αδύνατο να τη κρατήσω. Στα ελάχιστα λεπτά που περπατήσαμε, μου κράταγε το χέρι και μου περιέγραφε όλα αυτά που ανυπομονούσε να μου κάνει. Εγώ σχεδόν δεν θυμόμουν πως να περπατήσω. 
Φτάσαμε πολύ γρήγορα, μέσα στο ασανσέρ, παρασυρθήκαμε πάλι. Τον παρακάλεσα, να μπει, μέσα μου, εκεί που ήμασταν, τον ήθελα τόσο πολύ που ένιωθα ότι θα σάλευε το μυαλό μου. Είχα ξεκουμπώσει το φερμουάρ του, και είχα ξεκινήσει την αναζήτησή μου, όταν με πίεσε με δύναμη πάνω στο τοίχωμα και έπιασε το στήθος μου κάθε άλλο παρά τρυφερά. Ήμουν τόσο κοντά, στο να τελειώσω, το ήθελα τόσο πολύ, του το είπα φωνάζοντας. Λίγο πριν φτάσει στον 4ο, πάτησα το στοπ, έδειξε ευχάριστα σοκαρισμένος, αλλά με σταθερό τρόπο το απέτρεψε, απομακρύνοντας το χέρι μου, από το σκληρότερο σημείο της ανατομίας του, και απομακρύνθηκε από μένα. Βόγκηξα παραπονεμένα.
Το βλέμμα μου ήταν θολό, και αναρωτιόμουν πόσο θα άντεχα. Είχα ποθήσει ποτέ έναν άντρα τόσο πολύ; αναρωτιόμουν την ώρα που άνοιγε να περάσουμε μέσα. Πέταξε τις τσάντες από τα χέρια του και με κόλλησε με την πλάτη, βίαια στην πόρτα. Ξαφνικά μεταμορφώθηκε. Άρχισε να μου τραβάει τα ρούχα. Το πουκάμισο μου το τράβηξε απότομα και μου το έβγαλε σαν μπλούζα, και όταν είδε το μικροσκοπικό μαύρο σουτιέν, τα μάτια του γυάλισαν και άρχισε να μου μιλάει πρόστυχα. Με έλεγε ‘πουτανίτσα’, τα χέρια του πίεζαν βίαια το κορμί μου, η λεκάνη μου τριβόταν πάνω του, κοίταζε συνεχώς το στήθος μου, έσκυψε και δάγκωνε τις θηλές μου πάνω από το σουτιέν, εγώ διαλυόμουν, αργά και σταθερά, σε χιλιάδες κομμάτια. «Μόνο οι πουτάνες φοράνε τέτοια εσώρουχα» έλεγε, και ενώ αναρωτιόταν φωναχτά αν και το σλιπάκι θα ήταν αντίστοιχο, εγώ πίεζα το χέρι του, ανάμεσα στους μηρούς μου και τριβόμουν σαν την τρελή.
Ξαφνικά, με το ένα του χέρι με πίεσε στην πόρτα, απομάκρυνε λίγο το σώμα του και με το άλλο άρχισε να ξεκουμπώνει το παντελόνι μου. Μόλις το άνοιξε, βόγκηξε. Με άφησε και έκανε δυο βήματα πίσω. Το βλέμμα του ήταν ......απερίγραπτο. Τότε άρχισε να με διατάζει. Κοφτά. Απότομα. Δεν άφηνε περιθώρια ανυπακοής. 
-«Γδύσου, γρήγορα. Θα γίνεις σήμερα η δική μου πουτάνα. Ποια σοβαρή γυναίκα κατεβαίνει από το λεωφορείο με έναν άγνωστο για να πηδηχτεί ε;» 
Εγώ είχα βγάλει τις γόβες μου και κατέβαζα το παντελόνι μου. Τον άκουγα και ερεθιζόμουν όλο και περισσότερο, όταν πίστευα ότι δε γίνεται να ερεθιστώ άλλο. 
-«Είσαι αληθινή πουτάνα» έλεγε «μόνο οι πουτάνες φοράνε ζαρτιέρες κάτω από παντελόνια και το σλιπάκι πάνω από τις ζαρτιέρες.» 
Με διέταξε κοφτά να βγάλω το σλιπάκι μόνο. Το έκανα, θα έκανα τα πάντα για να τον νιώσω να μπαίνει μέσα μου. Καιγόμουν. Ζούσα σε ένα όνειρο παροξυσμού, ήθελα να τελειώσω. Στεκόμουν εκεί, ερεθισμένη, φορώντας ζαρτιέρες, κάλτσες και το σουτιέν μου. Με κοίταγε, ντυμένος, με τον ερεθισμό του φανερό, και με τόση ένταση που το χέρι μου πήγε χαμηλά, να αγγιχτώ. Ένιωσα τα υγρά μου να πλημμυρίζουν τα δάχτυλά μου.
-«Τι κάνεις εκεί;» ούρλιαξε ξαφνικά. 
Έπεσε με δύναμη πάνω μου, χτύπησα πίσω στην πόρτα, ένα βογκητό πόνου και ερεθισμού μου ξέφυγε. Αιχμαλώτισε τα χέρια μου πάνω από το κεφάλι μου και άρχισε να με δαγκώνει, να με φιλάει, να με χτυπάει στους γοφούς, να με βρίζει, και εγώ να πιέζω τους γοφούς μου πάνω στο παντελόνι του. Ήμασταν σε κατάσταση παροξυσμού. Τον παρακάλαγα να μπει μέσα μου, δεν αναγνώριζα τον εαυτό μου, με τον τρόπο που μίλαγα. Του ζήταγα να με σκίσει, να με γαμήσει, να με κάνει να τελειώσω. Κάποια στιγμή μου είχε ξεκουμπώσει το σουτιέν και ένιωθα πια τα δόντια του πάνω στο στήθος μου, βίαια. Ένιωθα ότι προσπαθούσε να με σημαδέψει. Άφησε τα χέρια μου, τα οποία αυτόματα αγκάλιασαν τους γοφούς του και πιέστηκα πάνω του, τόσο που με πόνεσε το ύφασμα από το παντελόνι του. Του ζήτησα απαιτητικά και αποφασιστικά να με γαμήσει, και ταυτόχρονα ξεκούμπωνα τη ζώνη του και το φερμουάρ. Μόλις τον ελευθέρωσα, έσκυψα μπροστά του να τον πάρω στο στόμα μου. Με τράβηξε γρήγορα πάνω, με γύρισε προς την πόρτα, και μπήκε με μια απότομη κίνηση μέσα μου. Ωωωω, το ουρλιαχτό μου πρέπει να ξεσήκωσε όλη την πολυκατοικία. Έμεινε ακίνητος και ταυτόχρονα μου τράβαγε το κεφάλι προς τα πίσω από τα μαλλιά. Εγώ έχασα κάθε έλεγχο, καθώς βίωνα την εικόνα που είχα νωρίτερα και μάλιστα με πιο ικανοποιητικές παραλλαγές. Προσπάθησα να κινηθώ, αλλά το τράβηγμα στο κεφάλι δεν μου άφηνε περιθώρια, 
-«Πες μου τι θέλεις» με ρώταγε. 
-«Εσένα θέλω» του είπα.
-«Πες μου, τι θέλεις πουτάνα μου, με το σωστό τρόπο, αλλιώς θα μείνουμε εδώ όλη νύχτα» μου είπε. «Ξέρουν στο γραφείο σου, τι καυλιάρικο μωρό είσαι; Ξέρουν ότι κυκλοφορείς με ζαρτιέρες ακόμα και με τα παντελόνια σου;» συνέχισε. 
Εγώ, εγώ, είχα χάσει κάθε επαφή με την πραγματικότητα, τον είχα μέσα μου, και ήμουν έτοιμη να εκραγώ. 
Οι γοφοί μου, ασυναίσθητα άρχισαν να στριφογυρίζουν, βόγκηξε και σκύβοντας από πάνω μου με δάγκωσε με δύναμη στον ώμο, ο πόνος μου έκοψε την ανάσα. Ένα δάκρυ κύλησε στο μάγουλό μου. Έγλυψε στη συνέχεια το σημείο και μούγκρισε στο αυτί μου, 
-«Πες μου καύλα μου, τι θες να σου κάνω».
-«Έλα, σε παρακαλώ» έλεγα κλαίγοντας από καύλα, πόνο και ανυπομονησία. 
-«Τι με παρακαλάς πουτανίτσα μου» συνέχισε αυτός. «Να σε δείρω θέλεις;» Και την ώρα που το έλεγε, το χέρι του χτύπαγε τα οπίσθιά μου. 
-«Όχι» ούρλιαξα. Ένιωθα, πολύ περίεργα, ταπεινωμένη, πόναγα μια και νόμιζα ότι θα μου ξεριζώσει τούφα από τα μαλλιά μου που τράβαγε με ένταση, και ταυτόχρονα αφάνταστα ερεθισμένη. 
-«Πες μου, πουτάνα μου, τι θέλεις τότε» επέμενε.
Αποφάσισα να παίξω το παιχνίδι του. Ήθελα να εκτονωθώ, τον ένιωθα τόση ώρα μέσα μου, ήμουν τόση ώρα ερεθισμένη που ένιωθα ότι η καρδιά μου δεν θα αντέξει.
-«Έλα, σκίσε την πουτάνα σου» του φώναξα. Και τότε συνέβη το απίστευτο, τον ένιωσα να σκληραίνει κι άλλο μέσα μου. «Έλα, γαμιά μου, γάμησέ με. Σε θέλω τόσο πολύ. Δες πόσο με έχεις καυλώσει.» Το βογκητό του το ένιωσα σε όλο μου το σώμα. «Είμαι η πουτάνα σου. Εσύ δεν με θέλεις;» συνέχισα εγώ. 
Τα χέρι του άφησε τα μαλλιά μου και πιάνοντας τους γοφούς μου άρχισε να κινείται ανελέητα, μέσα έξω. Με τόση δύναμη, με τόση ορμή. Ο οργασμός μου ήταν δευτερόλεπτα μακριά, όταν έβαλε με δύναμη ένα δάχτυλο στην πίσω τρύπα μου, οπότε και ήρθε ακαριαία. Δεν άργησε να ακολουθήσει. Και όταν τελείωσε, σωριαστήκαμε κάτω. Προσπαθούσαμε να ξαναβρούμε τις ανάσες μας όταν άρχισα να γελάω. Προσπάθησα να συγκρατηθώ, αλλά απλά αυτό μου έφερε νευρικό γέλιο, πιο έντονο. Πετάχτηκα να παω στην τουαλέτα όταν συνειδητοποίησα ότι δεν ήξερα που είναι και αυτό μου έφερε νέο κύμα γέλιου. Με κοίταξε απορημένος, και μου έδειξε την πόρτα της τουαλέτας. Έριξα νερό στο πρόσωπό μου να συνέλθω, όταν ήρθε και άνοιξε το νερό στο ντους, γδύθηκε, με έγδυσε, και με τράβηξε να μπούμε μέσα. Ένιωθα πολύ άνετα μαζί του, και ας γνωριζόμασταν τόσο λίγο. Με ρώτησε γιατί γέλασα. Δεν είχε παρεξηγηθεί. Του είπα ότι όταν έχω έντονο οργασμό γελάω, και ότι είναι κάτι αυθόρμητο και που δεν μπορώ να ελέγξω. Του φάνηκε περίεργο αλλά όχι ενοχλητικό και με ρώτησε πονηρά αν μπορώ να γελάσω πάνω από μια φορά το ίδιο βράδυ!
Τον προκάλεσα να δοκιμάσει και βρεθήκαμε στο κρεβάτι του αυτή τη φορά, στάζοντας νερά. Πέσαμε στο κρεβάτι αγκαλιασμένοι. Ένιωσα το σεντόνι στην πλάτη μου και το σκληρό αντρικό κορμί που πίεζε το δικό μου. Ένιωσα πάλι την ανάσα μου να κόβεται και τύλιξα τα χέρια μου γύρω από τους ώμους του για να τον τραβήξω ακόμα πιο κοντά μου. Μου φίλησε τον ώμο, το λαιμό και κατέβηκε στο στήθος μου. Όταν τα χείλη του έκλεισαν γύρω από τη θηλή μου, τέντωσα το σώμα μου και ένιωσα το γνωστό κάψιμο χαμηλά. Με....καταβρόχθισε, με τη γλώσσα του, τα δόντια του, το στόμα του. Ήταν απίστευτα τρυφερός και σε αντίθεση με τον πρώτο γύρο. Το στόμα του κατέβαινε όλο και πιο χαμηλά, μέχρι που η γλώσσα του βυθίστηκε σε υγρά και σκοτεινά μονοπάτια.
Όταν ένιωσε τον οργασμό μου να πλησιάζει, σταμάτησε, ένα παραπονεμένο κλαψούρισμα εισέπραξε όση ώρα φόραγε προφυλακτικό και ένα βογκητό όταν μπήκε μέσα μου, βαθιά, με αργές παρατεταμένες ωθήσεις που γίνονταν ολοένα και πιο γρήγορες, ολοένα και πιο γρήγορες, ολοένα και πιο γρήγορες, μέχρι που έφτασαν σε ξέφρενο ρυθμό. Όταν ένιωσα να τελειώνω έχωσα τα νύχια μου, βίαια, στην πλάτη του, και την ώρα που τον ένιωσα να τελειώνει, ξέσπασε το γέλιο μου, γάργαρο και δυνατό.
Όταν πήραμε μερικές ανάσες, μου δήλωσε ότι βρίσκει το γέλιο μου ερεθιστικό και φοβερή επιβεβαίωση για τον ανδρικό του εγωισμό και καθόλου μα καθόλου ενοχλητικό. Ότι δεν του είχε ξανασυμβεί μετά τα 23 να χάσει τόσο πολύ το μυαλό του που να μη φορέσει προφυλακτικό. Και ότι πολύ θα ήθελε να μείνω τη νύχτα εκεί και αν όχι, θα ήθελε να ξαναβρεθούμε. Και όλα αυτά τα είπε με μια ανάσα και με έκανε να αισθανθώ υπέροχα. 
Έφυγα εκείνο το βράδυ όχι για τον άντρα μου, η δουλειά μας επέτρεπε τέτοιες απουσίες αλλά γιατί δεν θα τολμούσα να εμφανιστώ στο γραφείο με το ίδιο λερωμένο πουκάμισο!!!!
Στο σπίτι έφτασα λίγο πριν τις 1μμ. Καθόταν στο σαλόνι κι έβλεπε ποδόσφαιρο. Δεν με παραξένεψε. Δικαιολογήθηκα με την δουλειά και πήγα για ύπνο. Περνώντας δίπλα του με έπιασε από το χέρι και με κάθισε δίπλα του στον καναπέ. Μου την έπεσε, ήθελε κοκό ο καλός μου. Στην αρχή σκέφτηκα να αρνηθώ γιατί ήμουνα κουρασμένη από τον εραστή μου αλλά και δεν ήθελα να χάσω την γεύση του. Όμως η δεύτερη σκέψη ήταν όμως να του κάτσω. Να τον αφήσω «να μου ρίξει ένα μπούτσο» κι αυτός όπως έλεγε. Είχε δικαίωμα. Του ζήτησα να κάνω ένα γρήγορο ντους αλλά δεν με άφησε. Αυτό με ερέθισε. Δυο άντρες θα με μοιραζόταν μέσα σε λίγες ώρες. Έκλεισα τα μάτια κι αισθάνθηκα την διείσδυση. Ξαφνικά ήρθε στην φαντασία μου ο Μίλτος ο εραστής κι ήθελα να φωνάξω δυνατά το όνομα του. Η επιθυμία αυτή με πλημμύρισε. Το μυαλό μου γέννησε αυτόματα την λύση. 
-«Ποια γκόμενα έβλεπες κι έχεις τόσες καύλες;» ρώτησα πνιχτά
-«Εσένα και σε περίμενα» απάντησε
-«Έλα πες μου, πες μου ποια, πες μου το όνομα» επέμεινα προκαλώντας τον σε παιχνίδι
-«Εσένα ρε πουτάνα σου λέω»
-«Όχι πες μου ποια, πες μου το όνομα, το θέλω» παρακάλεσα
-«Ωραία ρε κουφάλα Λάουρα θα σε ξεσκίσω σήμερα»
Έβγαλα ένα επιφώνημα παρατεταμένης ανακούφισης και καύλας. 
-«Κι εσένα θα σε λέω Μίλτο» του πέταξα….
-«Λέγε όπως θέλεις καργιόλα, το μουνί σου είναι τρέλα απόψε, θα σε σκίσω»
-«Ναι ξέσκισε με γαμιά μου, σκίσε με Μίλτο μου, γάμησε το μουνάκι μου που γαμούσε πριν λίγο ο άντρας μου…»
Με πήρε από παντού με λύσσα και με λίγωσε. Πέσαμε ξεροί στο πάτωμα. Ξύπνησα από το ξυπνητήρι που βαρούσε ασταμάτητα στην κρεβατοκάμαρα. Ακολούθησαν μέχρι σήμερα κι άλλες υπέροχες συνευρέσεις με τον άνθρωπο που ξεσήκωσε τόσο πολύ τις ορμόνες μου!! Ο άντρας μου έπαιρνε πάντα το μερίδιο που επιθυμούσε.!!!!!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου