Τρίτη 24 Μαΐου 2022

ΤΑΞΙ. .

Σάββατο βράδυ έξω από το σκυλάδικο να ψάχνω ταξί. Ψιλοκρύωνα κιόλας με την κοντή φούστα, επιτέλους κάποιο έκοψε λίγο και με ρώτησε που πάω. Είχε ένα ζευγάρι στο πίσω καθισμα, βόλευε.
-«Θα πάμε τα παιδιά πρώτα και μετά θα συνεχίσουμε», είπε ο οδηγός καθώς άνοιγα την πόρτα του συνοδηγού κι έμπαινα.
Λίγο πιο κάτω όντως το ζευγάρι κατέβηκε. Ο ταξιτζής γύρισε προς το μέρος μου: 
-«Λοιπόν, πάμε εμείς τώρα ε;». 
-«Πάμε…..» ξεκίνησα να λέω ενώ ένιωθα το βλέμμα του επάνω στα πόδια μου και προσπάθησα να συμμαζέψω λίγο τη φούστα μου. 
-«Από διασκέδαση γυρίζουμε ε;» σχολίασε. 
-«Ναι, από διασκέδαση» είπα 
-«Και ο φίλος σου δε σε συνόδεψε;». 
Του είπα ότι αυτή την εποχή δεν είχα φίλο, δεν ξέρω γιατί, έτσι όπως κάνεις κουβέντα σε ένα ταξί για να περάσει η ώρα.
-«Τα αγόρια σήμερα δεν ξέρουν τι τους γίνεται», είπε, «σιγά που θα αφήναμε εμείς τέτοιες ομορφιές να κάθονται. ». 
Το μάτι του χάιδεψε τα πόδια μου μέχρι την άκρη της φούστας, η οποία ήταν ήδη αρκετά ψηλά. Δεν απάντησα. Κάρφωσα το βλέμμα μου στο δρόμο έξω απο το τζάμι. 
-«Τέτοια μπουτάκια. » είπε κι άπλωσε το χέρι του πάνω τους. Τρόμαξα. Μαζεύτηκα πάνω στην πόρτα. 
-«Σας παρακαλώ. .»
-«Σε λίγο θα με παρακαλάς για άλλα πράγματα», τον άκουσα να λέει. 
Γύρισα τρομαγμένη και τότε τον πρόσεξα για πρώτη φορα. Ένας πάνω κάτω πενηντάρης, αρκετά παχύς, με αραιά μαλλιά, και με τα σάλια σχεδόν να του τρέχουν. Αν εξαιρέσεις το τελευταίο, ένας άνθρωπος που σε καμιά περίπτωση δε θα μου δημιουργούσε φόβο. Τώρα όμως. .Το χέρι του ανέβηκε πιο ψηλά και χώθηκε κάτω απο τη φούστα μου. . Τραβήχτηκα. Το αμάξι είχε αναπτύξει ταχύτητα, και πλέον έβλεπα ότι βγαίνουμε απο την πόλη. 
-«Που με πάτε;» ρώτησα ταραγμένη.
-«Κάπου να σου δείξω τι ακριβώς μπορεί να κάνει ένας αληθινός άντρας με ένα μουνάκι σαν εσένα» μου είπε. 
Ο δρόμος άδειαζε, το σκοτάδι πύκνωνε και το αμάξι ανέπτυσσε ταχύτητα. Και. Και άρχιζα να νιώθω μια υγρασία εκεί κατω. . Θεώρησα ότι ήταν απο το φόβο μου. Δεν είναι δυνατόν να ερεθίζομαι σε μια κατάσταση που κινδυνεύει ακόμα και η ζωη μου! Εξακολουθούσε να μου περιγραφει τι θα μου κάνει, και δεν υπήρχε αμφιβολία, είχα αρχίσει να ερεθίζομαι στ’ αλήθεια! Άρπαξε το χέρι μου και το ακούμπησε πάνω στον πούτσο του. 
-«Κοίτα τι έχω εδώ για σένα πουτανάκι» μούγκρισε. 
Δεν υπήρχε διαφυγή. Άρχισε να με απειλεί ότι αν αντισταθώ θα με σκοτώσει και θα με πετάξει στην ερημιά. .Όχι δηλαδή ότι το σκέφτηκα πολύ να αντισταθώ. .Ένιωθα τον πούτσο του να σκληραίνει κάτω από το παντελόνι. Έβαλε το χέρι του πάνω στο δικό μου κι άρχισε να το πιέζει και να το τρίβει πάνω κάτω. Με πονούσε. 
-«Θα στο λιώσω αν δε το κάνεις σωστά». Οδηγούσε με το ένα χέρι και με το άλλο ξεκούμπωνε το παντελόνι του. Το αμάξι έμπαινε κι έβγαινε στο αντίθετο ρεύμα κι άρχισα να ανησυχώ επιτέλους σοβαρά. . 
-«Θα σκοτωθούμε. » ψέλλισα. 
-«Αν είσαι καλό κορίτσι δε θα πάθουμε τίποτα», είπε μέσα απο τα μουγκρητά ηδονής που έβγαζε καθώς του τον έπαιζα. «ίσα ίσα που θα περάσουμε καλά. .».
Ένιωσα το αμάξι να κόβει προς τα δεξιά. Σταμάτησε σε ένα παρκινγκ του επαρχιακού δρόμου, αυτά τα πλατώματα που έχουν στην άκρη οι αυτοκινητόδρομοι και έσβησε τη μηχανή. . Είχα την ευκαιρία μου να ανοίξω την πόρτα και να πεταχτώ έξω, αλλά που θα μπορούσα να πάω; Ο δρόμος ήταν έρημος και θα με έπιανε σε δευτερόλεπτα.. Καλύτερα να μην τον εξόργιζα. .Άρπαξε τα μαλλιά μου και τράβηξε το κεφάλι μου πάνω στον πουτσο του. Ο λεβιές των ταχυτήτων χτύπησε το στήθος μου και βόγκηξα απο τον πόνο. 
-«Ρούφα τώρα» μου είπε, «ρούφα και μετά θα σε κάνω να βογκήξεις περισσότερο».
Άρχισα να τον ρουφάω και να τον γλύφω, τον ένιωθα να μεγαλώνει μέσα στο στόμα μου, μύριζε ιδρώτα κι όμως το μουνάκι μου είχε γίνει μούσκεμα. Έκλαιγα απο την ντροπή μου πιο πολύ, και τα δάκρυά μου έπεφταν πάνω στις γκρίζες τρίχες του εφηβαίου του. . Έχωσε το χέρι του κάτω απο τη φούστα μου. 
-«Πουτανίτσα, το μουνί σου κλαίει για πουτσο» μου είπε. . 
Πίεζε το κεφάλι μου τόσο πολύ που πνιγόμουν, σάλια ξέφευγαν απο το στόμα μου, έχωσε δυό δαχτυλα μέσα στο μουνί μου και μου τράβηξε δυνατά τα μαλλιά, ελευθερώνοντας επιτέλους το στόμα και την αναπνοή μου. Με τιναξε με δύναμη τόσο που χτύπησα πάνω στην πόρτα του συνοδηγού. Άνοιξε τη δική του πόρτα και βγήκε έξω, έκανε το γύρο του αυτοκινήτου κι άνοιξε τη δική μου. Σχεδόν κύλησα έξω, με τράβηξε απο τη μπλούζα μου που άνοιξε αμέσως αποκαλύπτοντας το στήθος μου. Με κόλλησε πάνω στο αμάξι χουφτώνοντάς με όση ώρα κατέβαζε το παντελόνι του. Με γύρισε με δύναμη, κάνοντάς με να χτυπήσω πάνω στο αυτοκίνητο, και χώθηκε μέσα μου απότομα. . Φώναξα, αλλά δεν υπήρχε κανείς γύρω. Με γαμούσε με δύναμη, σε κάθε ώθησή του το στήθος μου χτύπαγε πάνω στη λαμαρίνα, πονούσα κι έκλαιγα πνιχτά με το πρόσωπό μου κολλημένο στην οροφή του αυτοκινήτου. Έκλαιγα απο την ντροπή μου που είχα καυλώσει τόσο με αυτό που συνέβαινε, με τον τρόπο που με βίαζε, ακόμα και με τον πόνο που ένιωθα. 
-«Κλάψε πουτάνα, κλάψε γιατί τέτοιο γαμήσι δύσκολα θα ξαναβρείς» μουρμούριζε μέσα στα μαλλιά μου. 
Με έσπρωξε κι έπεσα κάτω, χτύπησα το κεφάλι μου στην πόρτα, και βρέθηκα γονατισμένη στην άσφαλτο. Τον άκουγα να λαχανιάζει πίσω μου, ένιωσα δυο δάχτυλα να χώνονται στην κωλοτρυπίδα μου, άγρια, αποτομα. προσπάθησα να πω «οχι», αλλά δεν ακούστηκε παρά ένας πνιχτός λυγμός..
Ανέβηκε πάνω μου και τον έχωσε στον κώλο μου φτύνοντάς τη χούφτα του. Τα γόνατά μου μάτωναν πάνω στην άσφαλτο, το ίδιο κι οι παλάμες μου.. 
-«Πουτάνα ανοιχτή απο παντού είσαι, μας έχεται τρελάνει καριόλες, μας έχεται πεθάνει….», έλεγε τα βαρια του χέρια ακουμπισμένα με όλο του το βάρος στους ώμους μου, ο πούτσος του να μου ξεσκίζει την τρυπούλα μου, και γω να έχω λιώσει απο καυλα και ντροπή με αυτό που συνέβαινε. 
Τραβηχτηκε απότομα και σωριάστηκα στην άσφαλτο. Ένιωσα καυτά τα χύσια του πάνω μου. . Γονάτισε και τον έτριψε πάνω στα μαλλιά μου, έπιασε το κεφάλι μου, το γύρισε προς το μέρος του και με ανάγκασε να τον γλύψω. Μετά σηκώθηκε, και μαζεύοντας το παντελόνι του με τράβηξε και με έστησε ξανά στα πόδια μου. Μου έδειξε πέρα απο το δρόμο, το δάσος..
-«Περπάτα!».
Τα έχασα. . Να πάω που; Με έσπρωξε ανάμεσα στα δέντρα. 
-«Περπάτα ευθεία μέχρι να μη σε βλέπω» είπε. . Έκανα ένα-δυο διστακτικά βήματα. .. «Περπάτα μωρή», φώναξε κι άρχισε να μου πετάει πέτρες. 
Χώθηκα μέσα στα δέντρα, προχωρώντας διστακτικά, αληθινά τρομαγμένη τώρα. Άκουσα τη μηχανή να παίρνει μπρος, έκανα μεταβολή και άρχισα να τρέχω, αλλά φυσικά δεν τον πρόλαβα. Κάθισα εκεί, πάνω στην άσφαλτο, πασαλειμμένη από το αίμα μου και το σπέρμα του, και περίμενα να ξημερώσει. Νωρίς το πρωί συνήθως περνάνε νταλίκες από δω. .Ίσως κάποιος να σταματούσε. .Παρατημένη εκεί, στην ακρη του αυτοκινητόδρομου, περίμενα να ξημερώσει. Η υγρασία με πέθαινε, δεν είχα κουράγιο να βγω στο δρόμο, φοβόμουν ότι θα σωριαστώ στην άσφαλτο. Ένιωθα μια τεράστια ντροπή, όχι τόσο για αυτό που συνέβη, όσο για το γεγονός ότι τελικά είχα ερεθιστεί τόσο πολύ με όλα αυτά. Κάθε γυναίκα κρύβει μια πουτάνα μέσα της νομίζω. και δεν ξέρεις ποτέ πότε θα βγει στην επιφάνεια. Στην περίπτωση μου μάλλον μόλις είχε αποφασίσει να βγει. 
Ήταν ακόμα σκοτάδι, γύρω στις 4 πμ όταν με χτύπησαν τα φώτα από αυτοκίνητο που πλησίαζε.. Μάλλον είχα λαγοκοιμηθεί εκεί κοντά στα δέντρα.. Το κορμί μου είχε ποτίσει από την υγρασία κι έτρεμα από το κρύο. Είδα πανικόβλητη τεράστια φώτα να έρχονται προς το μέρος μου.. Σύρθηκα πιο κοντά στα δέντρα. Μια τεράστια νταλίκα είχε σταματήσει ακριβώς μπροστά μου. Άκουσα την πόρτα να ανοίγει. Ένας γεροδεμένος άντρας κατέβηκε. Προχώρησε προς το μέρος μου και σκέφτηκα ότι με είδε, ότι ήρθε να με βοηθήσει. Στάθηκε μερικά μέτρα πιο πέρα και ξεκούμπωσε το παντελόνι του. Κι εγώ ερεθίστηκα με την κίνηση! Τον παρακολούθησα να κάνει την ανάγκη του, να κουμπώνει το παντελόνι του και να γυρίζει να φύγει. Μάζεψα όλη μου τη δύναμη. 
-«Σας παρακαλώ. »
Γύρισε ξαφνιασμένος. Προσπάθησε να με ξεχωρίσει μέσα στο σκοτάδι.. Με είδε. 
-«Τι έπαθες; τι κάνεις εκεί;». 
Σηκώθηκα όπως όπως και πήγα προς το μέρος του.. 
-«Είχα. είχα. με βίασαν. " είπα τελικά, χωρίς να είμαι σίγουρη τι ακριβώς εννοούσα. Άπλωσε το χέρι του και με στήριξε.. 
-«"Μα εσύ είσαι χάλια.. σε χτύπησαν. έλα δω».
Στέκονταν μπροστά στους προβολείς τώρα και δεν ξεχώριζα το πρόσωπό του.. Πλησίασα..Με κοίταξε καλά-καλά, σχεδόν γυμνή, παγωμένη, με το αίμα να έχει ξεραθεί στα γόνατα και τις παλάμες μου. Στο στήθος μου διαγράφονταν καθαρά οι δαχτυλιές που μου είχε αφήσει ο ταξιτζής. Στο πίσω μέρος του τράκτορα είχε ένα μικρό χώρισμα κι ένα κρεβάτι.. με έβαλε εκεί, έφερε οξυζενέ και ιώδιο κι άρχισε να καθαρίζει το χτυπημένο μου γόνατο. 
-«Καβγαδάκι;» με ρώτησε και μου έκλεισε το μάτι. 
Άρχισα να του εξηγώ τι συνέβη. Πως άρχισε ο ταξιτζής να μου μιλάει χυδαία, πως με οδήγησε μέχρι εδώ.. τι μου έκανε. Τέλειωσε με τα γόνατά μου και σήκωσε το κεφάλι του.. 
-«Κοίτα τι σου έκανε το κάθαρμα», είπε αγγίζοντας το κοκκινισμένο μου στήθος.. 
-«Πρέπει να σε πόνεσε». το χέρι του πάνω στο στήθος μου, καθώς πέρασε απαλά πάνω απο τη ρόγα μου έστειλε μια ανατριχίλα σε όλο μου το κορμί. «Κρυώνεις ε;» μου είπε κι άπλωσε τα μπράτσα του γύρω μου. 
Κούρνιασα μέσα τους κι απολάμβανα τη ζεστασιά τους. Τη ζεστασιά του. Και πιο πολύ αυτή την δυνατή αρσενική μυρωδιά που απέπνεε. 
Μου χάιδεψε τα μαλλιά. 
-"Βρε τι έπαθε το κοριτσάκι μας. ". 
Σφιγγόμουν πάνω στο στέρνο του, πάνω στο στενό κρεβάτι, και σιγά-σιγά δεν κρύωνα πια.. Άναβα.. Το χέρι του ταξίδεψε από τα μαλλιά μου στην πλάτη μου. Νέο ρίγος με διαπέρασε. Έσκυψε και φίλησε απαλά τα μαλλιά μου. 
-«Μη φοβάσαι, έλα πέρασε, τώρα είσαι μαζί μου. »
Σήκωσα το κεφάλι μου και συνάντησα τα χείλη του. Φιληθήκαμε. Τα χερια του χάιδευαν την πλάτη μου, τη σχεδόν γυμνή μου πλάτη, πολύ τρυφερά άγγιξαν ξανά το στήθος μου. Βόγκηξα. 
-«Σε πόνεσα ε;» είπε. 
Δε με είχε πονέσει. όχι τόσο ώστε να το καταλάβω μέσα στον ερεθισμό που ένιωθα. Λίγο πριν με είχαν ταπεινώσει και με είχαν βιάσει.. Τώρα κάποιος με χάιδευε τρυφερά. Άπλωσα το χέρι και του χάιδεψα το λαιμό. 
-«Κάτσε καλά κοριτσάκι γιατί νυχτιάτικα θα κάνω και ‘γω καμιά τρέλα" μου είπε. 
Τα χείλη μου ξαναβρήκαν τα δικά του. Τον φίλησα απελπισμένα, παθιασμένα, ζητώντας του παρηγοριά. Βόγκηξε μέσα στο στόμα μου και τα χέρια του ταξίδεψαν στο κορμί μου. Μου έβγαλε τρυφερά τα κουρέλια που κάποτε ήταν τα ρούχα μου, κι άρχισε να φιλάει το κοκκινισμένο μου στήθος. Δάγκωσε ελαφρά τη ρώγα μου και σήκωσε τα μάτια του να με κοιτάξει, να δει αν με πόνεσε. Αυτό που είδε τον έκανε να συνεχίσει, να δαγκώνει και να φιλάει το στήθος μου, να χαϊδεύει τους μηρούς μου, να φτάνει πιο ψηλά. 
-«Είσαι σίγουρη ότι το θέλεις αυτό;» με ρώτησε. 
Κούνησα το κεφάλι. Το ήθελα. Ήθελα λίγη τρυφερότητα.. Τα δάχτυλά του έπαιζαν με το μουνάκι μου, που είχε μουσκέψει απο την διαφορετική επαφή, πληγωμένο από την προηγούμενη βιαιότητα. Άπλωσα μόνη μου το χέρι στο κουμπί του παντελονιού του. 
-«Α, κοριτσάκι τι μου κάνεις ξημερώματα. » είπε ξέπνοα την στιγμή που τον έπαιρνα στο στόμα μου. 
Με είχε σώσει.. Με είχε φροντίσει.. Και γω είχα ένα τρόπο να του το ξεπληρώσω..Τον έγλυφα και τον ρουφούσα μέχρι που ανασηκώθηκε και κατέβασε εντελώς το παντελόνι του για να μου αφήσει το χώρο ελεύθερο. Τον πήρα όλο στο στόμα μου και έμεινα για λίγο ακίνητη απολαμβάνοντας τη στιγμή. Το χέρι του χάιδευε τον πισινό μου, όχι βιαια, τρυφερά, ένιωθα τα δάχτυλά του να χαϊδεύουν τις τρυπούλες μου και την αναπνοή του να βγαίνει λαχανιαστή. Τον κράτησα στο χέρι μου, τον ανασήκωσα λίγο κι άρχισα να του φιλάω τα μπαλάκια.. Θα έκανα το καλύτερο που μπορούσα. Η γλώσσα μου ταξίδευε στο σώμα του, χώνονταν σε πτυχές και ανοίγματα, ξαναγύριζε πίσω στον πούτσο του, η αναπνοή του είχε γίνει γρήγορη και τα χέρια του πιο απαιτητικά. αν και πάντα τρυφερά και προσεκτικά. Με ξάπλωσε στο κρεβάτι και ξάπλωσε πάνω μου. Φόρεσε ένα προφυλακτικό, δεν έδωσα σημασία, στήριξε το βάρος του στα χέρια του. και μπήκε μέσα μου. Νομίζω οτι τέλειωσα εκείνη τη στιγμή για πρώτη φορά. Προσπάθησα να τον αγκαλιάσω και να τον τραβήξω πάνω μου, όμως ακινητοποίησε τα χέρια μου κάτω απο τα δικά σου, και άρχισε να μπαινοβγαίνει μέσα μου κοιτώντας το πρόσωπό μου. 
-«Σου αρέσει έτσι κοριτσάκι;» μου είπε.. 
-«Με τρελαίνει. » βρυχήθηκα
-«Δε στο έκανε έτσι ο άλλος ε;». 
Τον ένιωθα να μπαίνει και να βγαίνει στο πληγωμένο μουνάκι μου, τρυφερά και δυνατά μαζί, ένιωθα το βλέμμα του στο πρόσωπό μου και τρελαινόμουν. 
-«Σε έβαλε να του πάρεις και πίπα ε;»
-«Ναι. »
-«Πες μου τι σου έκανε». Δε μπορούσα να μιλήσω, πιο πολύ βογγούσα απο την καύλα. κι εκείνος συνέχιζε. «Σε έβαλε να του ρουφήξεις τον πούτσο όπως ρούφηξες και το δικό μου; Τον τρέλανες όπως εμένα πουτανάκι γιαυτό στα έκανε αυτά. Σου αρέσει να σε γαμάνε έτσι δεν είναι;» Κάθε του λέξη με καύλωνε περισσότερο, και συνέχιζε.. «Σου γάμησε και τον κώλο έτσι; Ξερά, στον έχωσε στο κωλαράκι σου και συ θα φώναζες ε; Αλλά θα σου άρεσε, το βλέπω ότι σου αρέσει το γαμήσι. .» 
-«Ναι, μου αρέσει, λιώνω, γάμησέ με κι άλλο΄γάμα με και μίλα μου συνέχια» είπα μέσα στα βογγητά μου κι ο ρυθμός του έγινε πιο δυνατός. 
-«Πες μου πόσο σου αρέσει να σε γαμάνε», έλεγε, «πες μου ότι είσαι μια πουτανίτσα». 
-«Είμαι, δεν το νιώθεις; Κάθε σου λέξη με κάνει να τρελαίνομαι, χύνω σαν τρελή γύρω από τον πούτσο σου που μπαινοβγαίνει στο μουνί μου, θέλω να τον νιώσω παντού, έτσι τρυφερό και δυνατό. » 
Τραβήχτηκε από μέσα μου, σύρθηκε προς τα πάνω, το κεφάλι του πιέζονταν στον ουρανό του τράκτορα. Τράβηξε το προφυλακτικό και τον έβαλε στο στόμα μου. 
-«Τώρα θα σου γαμήσω και το στοματάκι», είπε κι άρχισε να κάνει ακριβώς αυτό. Πνιγόμουν, αλλά θα έκανα τα πάντα για να τον ικανοποιήσω, είχα ζεσταθεί, είχα συνέλθει και απλά το απολάμβανα. Τον έβαζε και τον έβγαζε στο στόμα μου με κοφτές κινήσεις, και τελικά καρφώθηκε όλος μέσα κι άδειασε όλους τους χυμούς του στο λαρύγγι μου. Πνίγηκα, αλλά δεν άφησα σταγόνα. Τραβήχτηκε και σήκωσε το παντελόνι του βιαστικά. Μου πέταξε ένα σακκιδιο. 
-«Έχει φούστα και μια μπλούζα της γυναίκας μου μέσα πρέπει να σου κάνουν κάπως» μου είπε. «Ντύσου κι έλα μπροστά».
Ντυμένη με τα ξένα ρούχα, με τη μυρωδιά μια ξένης γυναίκας πάνω τους, της γυναίκας που γεύονταν αυτόν τον άντρα κάθε μέρα, ανέβηκα με δυσκολία στην καμπίνα. 
-«Λοιπόν άκου κουκλίτσα, δεν πιστεύω και πολλά από αυτά που μου λες, αλλά σίγουρα χρειάζεσαι βοήθεια. », άρχισε να μου λέει. «Εγώ πίσω στην πόλη δεν πρόκειται να γυρίσω, αλλά στον πρώτο σταθμό αυτοκινήτων που θα βρούμε θα σε αφήσω. Μπορείς να τηλεφωνήσεις από κει σε κάποιον. ». 
Συμφώνησα..Και ξεκινήσαμε. Γύρισα το κεφάλι μου δεξιά κι είδα ένα φως στο βάθος. Ήταν ένα βενζινάδικο και πάρκινγκ. Κατέβηκα με χαιρέτησε κι έφυγε. Έβλεπα την είσοδο του υπόγειου πάρκινγκ.. Να ήταν άραγε κανείς εκεί μέσα; Άρχισα να κατηφορίζω τον ασφάλτινο διάδρομο. Τα τακούνια μου δε βοηθούσαν και πολυ στην κατηφόρα, αλλά σίγουρα ο θόρυβος τους θα ειδοποιούσε οποιονδήποτε υπήρχε ότι ήρθε πελάτης. Και δεν έκανα λάθος.
Ένας παχουλός νεαρός βγήκε από ένα γραφειάκι με τζαμαρία. 
-«Θέλετε κάτι;» με ρώτησε, και το βλέμμα του ταξίδεψε από το ντεκολτέ μου στα πόδια μου, στάθηκε για λίγο στο τελείωμα της φούστας μου και ξανανέβηκε προς τα πάνω. 
Εκείνη τη στιγμή συνειδητοποίησα πως έδειχνα, ντυμένη με τα ρούχα μιας ξένης και στραπατσαρισμένη από τον βιαστή μου και τον εραστή μου κι από την άλλη να προσπαθώ να μιλήσω καθαρά και να περπατήσω αξιοπρεπώς. . 
-«Μπορούμε να καλέσουμε κάποιο ταξί;» ρώτησα.
Έσκυψε και κοίταξε προς τα μέρος μου. 
-«Ναι βέβαια» είπε ο νεαρός, και μετά ξαναγυρνώντας σε μένα «έχετε κάποιο πρόβλημα;».
-«Ήπια λίγο παραπάνω και πηγαίνοντας σπίτι χάλασε το αμάξι μου. Μια νταλίκα με έφερε ως εδώ».
-«Γιατί δεν πάμε να το φέρουμε εδώ, να το φτιάξουμε;» προσφέρθηκε ο παχουλός νεαρός.. 
-«Δεν θυμάμαι που το άφησα καλύτερα να καλέσουμε κάποιο ταξί».
-«ΟΚ. Πάνω έχει καρτοτηλέφωνο, ορίστε και κάρτα γιατί δεν φαίνεστε να έχετε» είπε
Μου φάνηκε καλή ιδέα, την πήρα και ξεκίνησα κούτσα κούτσα την ανηφόρα για το τηλέφωνο. Στο δεύτερο βήμα η γόβα μου με πρόδωσε και γύρισε άγαρμπα ο αστράγαλος μου. Άπλωσε το χέρι του και με κράτησε. 
-«Πρόσεξε» μου είπε. «Μάλλον χρειάζεστε βοήθεια. Χαλίμ!»
Ένας μαυριδερός νεαρός βγήκε από το γραφειάκι. Δεν είχα κοιτάξει μέσα τόση ώρα. Ήταν ακόμα ένας εκεί μέσα, πιο ηλικιωμένος, κάθονταν γύρω από ένα τραπεζάκι και μάλλον έπαιζαν χαρτιά. Ο μαυριδερός ακολούθησε το βλέμμα του παχουλού. 
-«Η κοπέλα δε νιώθει καλά» του είπε «βοήθησέ τη να κατέβει». 
Ο μελαχρινός άνοιξε την πόρτα για να μπω στο γραφειάκι. Μου έδωσαν μια καρέκλα. 
-«Θέλεις ένα καφέ;» με ρώτησε ο ηλικιωμένος. Δε θα έλεγα όχι και δεν είπα. 
Τότε γυρνώντας το κεφάλι μου πάγωσα. Μια γυναίκα μισόγυμνη ήταν εκεί και χαζογελούσε σαν πιωμένη. Ο Χαλίμ το επιεβαίωσε
-«Η Νέλυ είναι κι αυτή λίγο πιωμένη σαν κι εσένα» είπε καθώς είχε χώσει τα χέρια του κάτω απο τη φούστα της και τη χούφτωνε. 
Ξεκίνησα να διαμαρτυρηθώ όταν μπήκαν μέσα κι έκλεισαν πίσω τους την πόρτα, αλλά ο παχουλός στάθηκε μπροστά μου και με ξανακάθισε στη θέση μου πιάνοντας με τρυφερά από τούς ώμους. Τρυφερά αλλά αρκετά δυνατά ώστε να με ξανακαθίσει κάτω. 
-«Μα κοίτα, της αρέσει» μου είπε, «θα αρέσει και σ’ εσένα θα βοηθήσει να ξεμεθύσετε». 
Κοίταγα την νέα γυνάικα και δεν πίστευα τι έβλεπα. Ο μελαψός στέκονταν πίσω της, της χούφτωνε με το ένα χέρι τα βυζιά και με το άλλο είχε ανασηκώσει τη φούστα κι έτριβε το μουνάκι της. Κι εκείνη είχε ρίξει πίσω το κεφάλι και το απολάμβανε. Κατάλαβα την θέση μου. «Σήμερα είναι η μέρα μου, πόσοι θα με βιάσουνε στο τέλος;» αναρωτήθηκα. Με είδε που την κοίταγα σα χαζή. 
-«Κοίτα δική μου θα το κάνω με μαύρο επιτέλους» μου είπε καθώς γύριζε τελείως ξεδιάντροπα και τον χούφτωσε. «Για να δούμε αληθεύουν όλα αυτά που ακούγονται;» τον ρώτησε.
Είχα μείνει ξερή να την κοιτάω, δε μπορούσα να αντιδράσω. Ήταν ντίρλα, ίσως να είχε πάρει και καμιά ουσία. Βεβαιώθηκα γιατί ο γέρος άναψε ένα μπάφο και ρούφηξε βαθιά. Την είδα να γονατίζει στο βρώμικο πάτωμα, να παίρνει τζούρα κι ύστερα να βάζει στο στόμα της τον σκούρο πούτσο του Χαλιμ. Η γκόμενα άρχισε να ρουφάει με τέτοιο ενθουσιασμό που άρχισα να ερεθίζομαι αντί να θυμώσω. 
-«Τι κάνεις εκεί;» κατάφερα να πω. 
-«Πίπα» απάντησε γελώντας μισοπνιγμένη από τον πούτσο που γέμιζε το στόμα της. «Αν θες έλα να βοηθήσεις». 
Κοίταζα σα χαμένη. Ο μαυρούλης ενθουσιασμένος έτριβε τον πούτσο του πάνω στα βυζιά της κι αυτή κούναγε το κεφάλι πέρα δώθε σαν τρελή μην τυχόν και τον χάσει από το στόμα της. Ο ηλικιωμένος απέναντι μου έτριβε τον πούτσο του πάνω από τη λαδί του φόρμα. . Τον παχουλό τον είχα χάσει. 
Ο μαυρουλης τράβηξε τον πούτσο του απο το στόμα της γκόμενας και τη γύρισε προς την καρέκλα μου. Έτσι γονατισμένη βρέθηκε με το κεφάλι ακριβώς ανάμεσα στα γονατά μου. 
-«Α, ναι» είπε ενθουσιασμένη «δεν έχω παίξει ποτέ με γυναίκα!»
Δεν πρόλαβα να πω τίποτα. Έβαλε τα χέρια της στα μπούτια μου, τα έσυρε προς τα πάνω σηκώνοντας τη φούστα μου, τράβηξε το κιλοτάκι μου στην άκρη κι έχωσε τη γλώσσα της στο μουνάκι μου. . Αυτό δεν το είχα φανταστεί ποτέ, αλλά ήταν τόσο τέλεια η αίσθηση που σχεδόν άρχισα να μουγκρίζω. . Έκλεισα τα μάτια και την άφησα να με γλύψει. και την ένιωσα να βογκάει μέσα στο μουνάκι μου. Ξανάνοιξα τα μάτια και είδα το μαυριδερό νεαρό να έχει χωθεί πίσω της και να την πηδάει λυσσασμένα. Σε κάθε του σπρώξιμο η γλώσσα της έμπαινε και πιο βαθιά στο μουνί μου, και με έκανε να ζητάω κι άλλο. Ένιωσα κάτι να ακουμπάει στα χείλη μου, άνοιξα τα μάτια μου και ήρθα αντιμέτωπη με ένα κοντό και χοντρό πούτσο που προσπαθούσε να χωθεί στο στόμα μου. Ο ηλικιωμένος τελικά είχε βαρεθεί να τον τρίβει πάνω από τη φόρμα και είπε να περάσει στη δράση. Εντελώς καυλωμένη από τη γλώσσα της γκόμενας και το θέαμα του μελαψού που την γαμούσε, άνοιξα το στόμα μου να δεχτώ την ψωλή που περίμενε.. Χώθηκε με δύναμη μέχρι το λαρύγγι μου και πνίγηκα, σήκωσα τα χέρια μου για να δημιουργήσω μια απόσταση ασφαλείας, αλλά μου τα άρπαξε και με σήκωσε από την καρέκλα. 
-«Όχι χέρια πουτάνα», μου σφύριξε «θα σου γαμήσω το στοματάκι όπως γουστάρω εγώ». 
Βρέθηκα γονατισμένη δίπλα στην γκόμενα, με τον τύπο με τη φόρμα να έχει αρπάξει το κεφάλι μου και να χώνει την ψωλή του με δύναμη στο στόμα μου. Άκουσα την πόρτα πίσω μου να ανοίγει. . 
-«Βρε τι έγινε αρχίσατε χωρίς εμένα» είπε ο παχουλός νεαρός, που εμφανίστηκε πίσω από τον Χαλίμ. Του έκανε ένα νόημα και κείνος ξεκόλλησε μουτρωμένος από τον κώλο της γκόμενας. και κάνοντας το γύρο ήρθε δίπλα στον άλλο και τον έχωσε στο στόμα της. Ο παχουλός στέκονταν πίσω μας και μείς γονατιστές ρουφούσαμε τα καυλιά των συναδέλφων του. 
-«Κάθομαι τόση ώρα και φυλάω τσίλιες και σεις γλεντάτε», άκουσα ένα φερμουάρ να ανοίγει, «ωραίοι φίλοι είσαστε». . 
Το βογγητό της γκόμενας κάλυψε την τελευταία του φράση. Ελευθερώθηκα από το καυλί που γέμιζε το στόμα μου και γύρισα να την κοιτάξω. Με ένα πούτσο στο στόμα κι ένα στο μουνί είχε μια έκφραση απόλυτης ευδαιμονίας.. και δεν ξέρω αν είχε ξεμεθύσει από το αλκοόλ ή όχι πάντως μεθυσμένη απο την καύλα ήταν σίγουρα. Και γω το ίδιο. 
-«Θες να βλέπεις μωρό μου» είπε ο ηλικιωμένος τύπος. 
Βγήκε από το στόμα μου και κάθισε στην καρέκλα που καθόμουν πριν. Με τράβηξε απότομα και με κάθισε πάνω στο καυλί του, έβλεπα τον παχύ νεαρό να γαμαει την γκόμενα πλάι μου και να με κοιτάει, ένιωθα τον χοντρό πούτσο να μου σκίζει το μουνί κι έλιωνα. 
-«Κούνα τον κώλο σου» μου είπε ο γαμιάς μου. 
Ανεβοκατέβαινα αδέξια πάνω στο καυλί του στην άβολη στάση που ήμουν. Τον νεύριασα και με μιά σπρωξιά με πεταξε στο πάτωμα. Στημένες στα τέσσερα, η μια απέναντι από την άλλη, γαμιόμασταν από τρείς ξένους σε μένα κι απ’ ότι κατάλαβα και στην γκόμενα. Ο παχουλός νεαρός κι ο ηλικιωμένος άλλαξαν θέσεις. Ένα μακρύ και λεπτό καυλί άρχισε να χαϊδεύει την πίσω τρυπούλα μου. Άνοιξα το στόμα μου να διαμαρτυρηθώ κι η αεικίνητη γλώσσα της γκόμενας χώθηκε μέσα του. Αρχίσαμε να δίνουμε τα πιό υγρα γλωσσοφιλα που δε νομίζω να είχα δώσει ποτέ σε γκόμενο. Ο νεαρός χώθηκε στην τρυπούλα μου και τα βογγητά μου χάθηκαν στο στόμα της γκομενούλας. Ο Χαλίμ στέκονταν όρθιος ανάμεσα μας κι έπαιζε τον μαυριδερό του πούτσο, μέχρι που τέλειωσε πάνω στα κεφάλια μας. 
-«Γλύψτε τον καλό Χαλίμ κορίτσια» είπε ο ηλικιωμένος 
Σήκωσα πρώτη το κεφάλι κι άρχισα να γλύφω τα χύσια του, πότε από το καυλί του και πότε από το πρόσωπο της γκόμενας. 
-«Πήγαινε πάνω Χαλίμ» του είπε ο ηλικιωμένος. «σχεδόν ξημέρωσε και δεν είναι κανείς επάνω». 
Καυτά χύσια ξεπετάχτηκαν στα κωλομέρια μου και το καυλί του νεαρού τρίφτηκε πάνω τους. . 
-«Τι κώλος αφεντικό» είπε καθώς ανασκούμπωνε τη φόρμα του. Ο άλλος άφησε ένα μουγκρητό και έχυσε πάνω στην πλάτη της γκόμενας τόσο δυνατά που σχεδόν έφτασε στο πρόσωπό μου. Η Νέλυ έγειρε λίγο πιο μπροστά και με έγλειψε. Τη φίλησα. Ξαπλώσαμε στο τσιμέντο και κλείσαμε τα μάτια αποκαμωμένες. Το καυτό υγρό στα πρόσωπα μας μας συνέφερε αμέσως. Άνοιξα τα μάτια όπως όπως γιατί κολλούσαν από τα χύσια που μόλις είχα δεχτεί και είδα ένα ψηλολέλεκα να την τινάζει πάνω από το κεφάλι μου. . 
-«Να ‘στε καλά κορίτσια, τέτοιο θέαμα πρωί ποιος το περίμενε!». 
Ανασηκώθηκα. Η πόρτα του γραφείου ήταν ανοιχτή κι απέξω στέκονταν κανα δυό ακόμα μπροστά απο τα σταματημένα αυτοκίνητα τους και μας χάζευαν. Ένας κοντόχοντρος μεσήλικας χάιδευε ήδη το μπροστινό μέρος του παντελονιού του. Δυο νεότεροι μπροστά σ’ ένα τζιπ το ίδιο.
-«Φιλενάδα» της είπα «θα έχουμε κι άλλο γύρο»
Πράγματι μας έβαλαν κεφάλι με κεφάλι μπρούμυτα σε ένα πάγκο και καινούργιοι άντρες μας πηδούσαν από τις δύο άκρες του πάγκου. Δεν λέω ότι δεν μου άρεσε αλλά εγώ έψαξα το στόμα της Νέλυς. Βρεθήκαμε φιληθήκαμε λυσσασμένα καθώς μας γαμούσαν. Σε μια φάση βρέθηκα καβάλα σ’ ένα κορμί κι ένας άλλος έμπαινε ταυτόχρονα στον κώλο μου. Πηδιόμουνα ταυτόχρονα κι από τις δύο τρύπες κάτι που αρνιόμουνα με μανία στο αγόρι μου και μας έφερε στον χωρισμό. Τελικά είχα άδικο είναι μοναδικό συναίσθημα που θα έπρεπε να δοκιμάσει κάθε γυναίκα αλλά το φιλί της Νέλυς το έκανε αξεπέραστο. Μας χύσανε όταν ο παχουλός νεαρός εμφανίστηκε τρεχάτος από πάνω 
-«Έλα, έλα, δεν είναι για χόρταση, έχετε κλείσει το διάδρομο παιδιά. ..». 
Απρόθυμα, ένας-ένας μπήκαν στα αυτοκίνητα τους και ξεκίνησαν. . 
-«Άντε κυρ Τάκη, εδώ ηρθες να βαρέσεις την πρωινή σου;» είπε στον κοντοχοντρο τύπο και τον έδιωξε κλείνοντας την πόρτα του γραφείου. 
-«Κορίτσια ευχαριστούμε πολυ για την παρέα» είπε χαμογελώντας, «το ταξί σας θα είναι εδώ σε 5 λεπτά, αλλά έχουμε και δουλειά εκτός αν θέλετε να περιμένετε την αλλαγή βάρδιας στις οχτώ». 
Σηκώθηκα και τράβηξα την Νέλυ. Είχε ξεμεθύσει τελείως και προσπαθούσε όπως όπως να συμμαζέψει τα ρούχα της. Βγήκαμε απο κείνο το γραφείο και φτάσαμε στον δρόμο μέσα σε σφυρίγματα και πειράγματα. 
-«Κορίτσια μπορώ να σας πετάξω όπου θέλετε»
Γύρισα κι είδα τον κύριο Τάκη, τον κοντοχοντρο κύριο που μαλακιζόταν. Δεν έκανα δεύτερη σκέψη, ήξερα τι μας περίμενε αλλά έσπρωξα την Νέλυ μέσα και του ζήτησα να βάλει μπρος. Πράγματι έβαλε μπρος και φύγαμε σαν κυνηγημένες. Στο δρόμο μας γάμησε αλλά δεν ήταν επιτακτικός και βίαιος ήταν ευγενικός και μας παρακάλεσε να του χαρίσουμε την ευκαιρία να πάει με δυο γυναίκες. Δεν είχαμε αντίρρηση. Έχωσε το αμάξι σ’ ένα εγκαταλελειμένο εργοστάσιο της εθνικής, χαϊδευτήκαμε για πάρτη του (και για πάρτη μας) στο πίσω κάθισμα, γλειφτήκαμε μέχρι τελικού οργασμού, του τα ανοίξαμε και μας έγλυψε σαν παλαβός, στηθήκαμε και μας γάμησε πότε την μια και πότε την άλλη, του δώσαμε κώλο, του πήραμε τελικά μαζί τσιμπούκι και τον αφήσαμε να χύσει στα πρόσωπα μας ενώ του καθαρίσαμε κάθε σταγόνα. Το καταευχαρηστήθηκε. Τελικά ήταν καλός άνθρωπος και μας πήγε σπίτια μας. Πρώτα αφήσαμε την Νέλυ σπίτι της και μετά με πήγε στο δικό μου. Χώθηκα στο σπίτι μου όσο γινόταν πιο αθόρυβα, μην με πάρουν μυρουδιά οι γονείς μου και ξάπλωσα στο κρεββατι έτσι όπως ήμουν πασσαλειμένη με τα χύσια τους και την γεύση της Νέλυς. Κοιμήθηκα μέχρι το μεσημέρι. Όταν ξύπνησα ήπια βαρύ καφέ και προσπάθησα να αξιολογήσω την χθεσινοβράδινη περιπέτεια. Είχα νοιώσει φόβο, ξευτίλα, πόνο, επιθυμία, ικανοποίηση, καύλα διατροφική, είχα νοιώσει ηδονές πρωτόγνωρες και γεύσεις ιδιαίτερες. Δεν μπορούσα να βρω την ζυγαριά αλλά τουλάχιστον είχα κατορθώσει να δώσω το τηλέφωνο μου στην Νέλυ! Αυτό ήταν καλό.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου