Κυριακή 22 Μαΐου 2022

Η ΕΚΒΙΑΖΟΜΕΝΗ ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ ΙΙ

Συντάχθηκε από τον Nick the dick,

Τους επόμενους μήνες, η Μαρία, κατά ρητή εντολή του δυνάστη της, προέβη σε πράξεις, εκτός από ηθικά ανεπίτρεπτες και ποινικώς κολάσιμες. Λόγου χάρη, παραποιούσε συστηματικά τα απουσιολόγια, σβήνοντας, όχι μόνο δικές του απουσίες, αλλά και των φίλων του! Άλλοτε πάλι, 'ρουφιάνευε' τους συναδέλφους της, μεταφέροντας στον τσόγλανο, χαρτί και καλαμάρι, ότι έλεγαν για εκείνον στις μεταξύ τους συζητήσεις. Το ότι έβαλε στην αφεντιά του και στα δυο κολλητάρια του, τον Άκο και τον Έντι, είκοσι στο Α’ τετράμηνο, και στα τρία μαθήματα που τους δίδασκε, δεν το εξέταζε καν.. συγκριτικά με τις άλλες ανομίες της, το θεωρούσε πταίσμα! Εντούτοις, παρά την αποστροφή της για το κάθαρμα, για όσες βρομιές την έβαζε να κάνει, εξακολουθούσε να ρουφάει άπληστα κάθε στιγμή των αμαρτωλών συνευρέσεών τους, που της είχαν γίνει πιο απαραίτητες κι από τον αέρα που ανέπνεε!
Πώς ήταν δυνατόν, μια γυναίκα ώριμη κι ανεξάρτητη να αντλεί τόση μεγάλη ηδονή από την υποβάθμισή της σε φτηνό σκεύος ηδονής, απ’ τον μικρό μαθητή της; Πώς ήταν δυνατόν το κωλόπαιδο να την ξεμουνιάζει και να την ξεκωλιάζει αδυσώπητα και να την υποβάλλει ταυτοχρόνως στις πιο εκτρωματικές ταπεινώσεις, βρίζοντάς τη χυδαιότατα, ή ακόμα και ξυλοκοπώντας τη χωρίς οίκτο, μαρκάροντας έτσι το κορμί της με απτά σημάδια της σαδιστικής τυραννικότητας του, κι εκείνη να ερεθίζεται μέχρι λιποθυμίας;
Όσο κι αν καμωνόταν ότι συμμετείχε σ’ αυτήν τη σχέση από ανάγκη, η αλήθεια ήταν ότι απολάμβανε τρελά τις ανθεκτικές χάρες του βαρβάτου μαθητή της! Γι’ αυτό, τελικά, εκείνο που την τρόμαζε, πιότερο ακόμα και από την τραγική θέση της, ήταν ο ίδιος της ο εαυτός. Προκειμένου, λοιπόν, να βάλει τέλος σε αυτήν την αρρωστημένη κατάσταση, έπρεπε να επισπεύσει το σχέδιό της. Η περίσταση ευνοούσε, αφού ο Νίκος και τα παιδιά θα έλειπαν στα πεθερικά της στη Λάρισα, για ένα τετραήμερο. Το πλάνο, βέβαια, ήταν να πάει κι η εκείνη μαζί, ωστόσο, παρότι κατάφερε να πάρει άδεια, στο Νίκο είπε ότι ο διευθυντής δήθεν απέρριψε το αίτημά της, με τη δικαιολογία ότι η περίοδος ήταν ακατάλληλη, αφού το σχολείο είχε ανοίξει μόλις πριν μισό μήνα, μετά τις διακοπές του Πάσχα.
Την Πέμπτη το πρωί, μόλις αναχώρησαν οι δικοί της, η Μαρία μετέβη στο σπίτι του Ελία, πανέτοιμη να παίξει τα τελευταίο της χαρτί, για να τον πείσει ότι η μετάλλαξή της σε άβουλη σκλάβα, υποταγμένη στην κτηνώδη σεξουαλικότητά του, είχε ολοκληρωθεί. Για τριάμισι μερόνυχτα, δεν εύρισκε χρόνο να ανασάνει. Καταρχήν, υπηρετούσε τον τσόγλανο σα μαχαραγιά, δίχως να τον αφήνει να κουνήσει μήτε δαχτυλάκι, στην κυριολεξία! Του μαγείρευε, τον τάιζε, τον έντυνε, μέχρι και μπάνιο τον έκανε, σαπουνίζοντας σχολαστικά κάθε εκατοστό του κορμιού του, σκουπίζοντάς τον ύστερα επιμελώς και τέλος, φιλώντας τρυφερά, με δική της πρωτοβουλία, την… ψωλή και τ’ αρχίδια του, όπως ακριβώς φιλούσε τα μαγουλάκια των δυο γιων της, όταν ήταν φρεσκομπανιαρισμένοι!
Εκτός απ’ τις αγγαρείες, βέβαια, υπήρχε κι η 'δράση' στο πεδίο του σεξ. Το τσουτσέκι ήταν σκέτο ρομπότ, πηδώντας την ασταμάτητα, παντού και σε όλες τις στάσεις. Στην κουζίνα, στο σαλόνι, στην κρεβατοκάμαρα, στο μπάνιο, στους πάγκους, στο πλυντήριο, στο δάπεδο, στα έπιπλα, στα όρθια, στα τέσσερα, ανάσκελα, μπρούμυτα. Ακόμα και τα χυσίματα που έκανε, δεν τον επηρέαζαν διόλου, συνεχίζοντας απτόητος ότι έκανε πριν χύσει, σ’ αντίθεση με το δύστυχο το σύζυγό της, που, εξόν του ότι είχε ορμές κάθε του αγίου πούτσου ανήμερα -μοχθώντας μάλιστα σαν είλωτας για να κρατήσει τη στύση του- πάντα έχυνε στο δίλεπτο και 'ξεραινόταν', ροχαλίζοντας σα λοκομοτίβα!
Η Μαρία δεν απέφευγε τη σύγκριση, μολονότι τη γέμιζε δυσβάσταχτες τύψεις, ίσως επειδή είχε ανάγκη να βρει μια λογική απάντηση στο ερώτημα πως στα κομμάτια ήταν δυνατόν να της αρέσει τόσο απερίγραπτα ο συνδυασμός κτηνώδους σεξ, ψυχοσωματικού πόνου κι ειδεχθέστατων ταπεινώσεων, που χαρακτήριζε την ανίερη σχέση της με τον ανήλικο αφέντη της. 
Εντούτοις, παρά τις αναπάντητες ερωτήσεις της, και παρά τη ντροπή που ένιωθε για την ένθερμη συμμετοχή της στα πιο αβυσσαλέα, σεξουαλικά σκηνικά, το μυαλό της δεν ξέφευγε απ’ το στόχο της ανακάλυψης των ατόμων που ‘χαν τραβήξει το επίμαχο βίντεο, το οποίο είχε αποθανατίσει τόσο γλαφυρά την αφεντιά της να ρουφάει μ’ εμετική λαχτάρα τον ψώλαρο και τα χύσια του έφηβου επιβήτορά της.
Έτσι, εκεί κατά το μεσημέρι της Κυριακής, ενώ οι δυο τους ήταν ξάπλα στο κρεβάτι, έπειτα από ένα δίωρο μπαράζ ξεκωλιάσματος της Μαρίας, το οποίο της είχε ανοίξει το σφιγκτήρα σα βάραθρο, κατά τα ακριβή λόγια του Ελία -αναγκάζοντάς την μάλιστα να τρέξει τρεις, συναπτές φορές στην τουαλέτα για, εκκένωση (!)- η γυναίκα κόλλησε τα χείλη της στο παπάρι του, το γέμισε φιλιά κι άρχισε το ψάρεμα.
-«Μμμμ… ήταν υπέροχο, πουτσαρά μου! Μου έσκισες τα ράμματα! Ψοφάω να την τρώω στον κώλο!», είπε, και καλά, ανέμελα.
-«Φυσικά και ψοφάς, καύλα μου! Αφού είσαι, αρχιξεκωλιάρα!», απάντησε χυδαία το καθίκι, μπατσίζοντας κυριαρχικά τα οπίσθιά της.
-«Μου φαίνεται, τελικά, ότι εκείνο το βίντεο που μου έδειξες πριν μισό χρόνο, μάλλον καλό μου έκανε, παρά κακό…», ξανάπε η γυναίκα.
-«Έτσι είναι. Ήσουν πολύ 'ξενέρα', μωρό μου. Σκέτη απελπισία! Ενώ τώρα, είσαι η απόλυτη βασίλισσα του σεξ!», χαριτολόγησε ο Ελία.
-«Έχεις δίκιο. Αλλά, μια που το έφερε η κουβέντα, ποιος τράβηξε το βίντεο; Πάντα το είχα απορία…», ρώτησε, δήθεν αδιάφορα, η Μαρία.
-«Μα, ο Άκο κι ο Έντι, οι κολλητοί μου. Ποιοι άλλοι; Νόμιζα ότι θα το είχες καταλάβει…», αποκρίθηκε αυτομάτως το τσουτσέκι.
-«Α, ώστε αυτοί είναι οι... ευεργέτες μου; Θα έπρεπε να τους συγχαρώ!», αναφώνησε η Μαρία σε τόνο παραπλανητικά χιουμοριστικό.
-«Τι θα 'λεγες να κλείσω ένα ραντεβού, για να τους συγχαρείς όσο θες; Ούτως ή άλλως, ψοφάνε να σε.. γνωρίσουν!», πέταξε με νόημα το κωλοπαίδι, συλλαμβάνοντας την καθηγήτριά του τελείως εξ απήνης, με την εξοργιστικά αναιδή πρότασή του.
-«Χμμ.. γιατί όχι; Εξάλλου, το κέρδισαν με το σπαθί τους!», αποκρίθηκε τελικά η Μαρία, σκεφτόμενη με κυνισμό ότι κάνα δυο πηδήματα παραπάνω, ήταν μια αποδεκτή θυσία στο βωμό της επίτευξης του στόχου της. 
Η Μαρία καλωσόρισε το Νίκο και τα παιδιά, για πρώτη φορά μετά από καιρό, με αναπτερωμένο ηθικό, βλέποντας επιτέλους διέξοδο απ’ την κόλαση που βίωνε τους τελευταίους έξι μήνες. Ακόμα και προοπτική του να καταστεί σεξουαλικό υποχείριο εκείνων των ηλίθιων ζωντόβολων, του Άκο και του Έντι, δεν την αποθάρρυνε. Αν αυτό απαιτείτο για να ευοδωθεί το σχέδιό της, χαλάλι. Τρεις μέρες μετά, ο άντρας της είχε νυχτερινή υπηρεσία στη μονάδα. Η Μαρία άρπαξε αμέσως την ευκαιρία, 'πάρκαρε' τα παιδιά στη μάνα της -ικανοποιώντας έτσι εξάλλου την από καιρό εκπεφρασμένη επιθυμία της- κι ενημέρωσε τον Ελία τον ότι θα τον επισκεπτόταν. Όταν έφτασε στον προορισμό της, ο Άκο και ο Έντι, που ήταν ήδη εκεί, πετάχτηκαν γελαστοί απ’ τις θέσεις τους και την καλωσόρισαν εγκάρδια, επιδεικνύοντας μια στάση εξόφθαλμα υποκριτική, δεδομένου του πόσο αμείλικτα της έκαναν τη ζωή πατίνι μες στην τάξη.
-«Ζητάμε συγνώμη, κυρία, που είμαστε… ζωηροί στο μάθημα. Είναι γιατί βαριόμαστε…», είπε το παχύδερμο ο Άκο. 
Είχε μια συστολή τόσο φανερά προσποιητή, που η Μαρία με το ζόρι κρατήθηκε να μην τον... φτύσει στη φουσκομάγουλη μούρη του που θύμιζε μπουλντόγκ!
-«Συγνώμη κυρία που σας παιδεύουμε. Θέλουμε να ξέρετε πως είστε η αγαπημένη μας καθηγήτρια…», πρόσθεσε γαλίφικα κι εκείνος ο λιπόσαρκος, ελεεινός πανίβλακας ο Έντι, με την όμοια μ’ αρπακτικού φάτσα του, όπου δέσποζε η τεράστια, γαμψή μυτόγκα του.
«Φυσικά και είμαι η αγαπημένη σας καθηγήτρια, τώρα που θέλετε να με γαμήσετε!», συλλογίστηκε η Μαρία με οργή, χωρίς, ωστόσο, να εξωτερικεύσει τα πραγματικά της συναισθήματα, σκεφτόμενη ότι ο σκοπός αγιάζει τα μέσα.
-«Κόψτε ρε μαλάκες την πάρλα και ορμήστε της! Για να της πετάξετε τα μάτια έξω έχει έρθει εδώ η πουτάνα! Δε χρειάζεται ψήσιμο…», επενέβη ο Ελία, κάνοντας στους λακέδες του μια θρασύδειλη επίδειξη εξουσίας πάνω στο θύμα του.
Εκείνοι χιχίρισαν δυνατά, βλέποντας τη Μαρία να χαμηλώνει το βλέμμα, αποδεχόμενη παθητικά το χυδαίο σχόλιο του αρχηγού τους. Κατανοώντας ότι δεν υπήρχε λόγος να τη σέβονται ή να τη φοβούνται, την πλησίασαν θαρρετά και οι δυο μαζί, βάζοντάς τη σε κλοιό. Αναλαμβάνοντας την ‘κατά μέτωπο επίθεση’, ο Άκο έτριψε το παχύ, αηδιαστικό κορμί του πάνω στο δικό της και την απάλλαξε απ’ το πουκάμισο και το σουτιέν της, βγάζοντας έξω τις βυζάρες της. Το γουρούνι ξεροκατάπιε στη θέα τους, κι έπιασε να τις μαλάσει επίμονα, δίνοντάς της συνάμα ένα βαθύ, γλοιώδες γλωσσόφιλο, το οποίο εκείνη, μην έχοντας άλλη επιλογή, αναγκάστηκε ν’ ανταποδώσει.
-«Πω ρε κάτι… πεπόνια!», θαύμασε ο τόφαλος. 
Έχωσε τη μούρη του ανάμεσα στα δίδυμα όρη λαχταριστής σάρκας και γέμισε φιλιά το μεταξένιο εσωτερικό τους, για να καταλήξει να ροκανίζει εναλλάξ τις ρώγες της λιγωμένα, ενώ ο Έντι, που διενεργούσε επίθεση απ’ τα… νώτα, έχοντας ήδη κατεβάσει τη φούστα και το βρακάκι της, είχε χουφτώσει με το ένα χέρι του τον κώλο της, θωπεύοντας τα κωλομέρια της, και με το άλλο είχε… καπακώσει το μουνί της, τρίβοντας με δύναμη τη μουνοχαράδρα της και την κλειτορίδα της. Το τριβέλισμα των πιο ερωτογενών ζωνών του κορμιού της, υπέταξε, για άλλη μια φορά, τη Μαρία στην επιτακτικότητα της ανόσιας λαγνείας της, γι’ αυτό όταν ο Άκο πίεσε τα χέρια του στους ώμους της, γνωστοποιώντας της έτσι την πρόθεσή του να τη ρίξει στα γόνατα, εκείνη υπάκουσε στη στιγμή, καρφώνοντας το βλέμμα της στους καβάλους των δυο ρεμπεσκέδων, που ξεβρακώνονταν πυρετωδώς.
Πρώτος γδύθηκε ο Έντι, του οποίου το ροδόχρωμο καυλί, αν και όχι εντυπωσιακό, δεν ήταν διόλου άσχημο. Ήταν σαφώς πιο μεγάλο απ’ το… τσουτσουνάκι του άντρα της, σκληρό σα σίδερο, με καλοθρεμμένη βάλανο και συνοδευόμενο από δυο τεζαρισμένα αρχίδια. Αλλά εκεί που η Μαρία έχασε τη μιλιά της, ήταν όταν ξεβρακώθηκε ο Άκο. Ο χοντρέλας διέθετε έναν... ελεφαντίσιο, σοκολατί πούτσο, μακρύτερο ακόμα κι απ’ του Ελία, κι απείρως πιο χοντρό -σαν καλυβιώτικο αγγούρι- πλαισιωμένο από ένα πελώριο ψωλοκέφαλο, όμοιο με γιγαντιαίο μανιτάρι και δυο κολοσσιαίες, κρεμαστές και βαριές σαν πατάτες αρχιδάρες!
Μαγεμένη από το θέαμα, η γυναίκα άπλωσε το χέρι της, άδραξε το στραμμένο απειλητικά προς το μέρος της, υπερφυσικό παλαμάρι, κι έπιασε να το μαλακίζει ξέφρενα, βαριανασαίνοντας από καύλα. Ύστερα κόλλησε τα χείλια της στο… αχανές ψωλοκέφαλο και το βύζαξε με τέτοιο κανιβαλικό μένος, που ανάγκασε τον Άκο να της ρίξει ένα παταγώδες χαστούκι, ενώ χοροπηδούσε από πόνο.
-«Αχ μη, μωρή σκατοπουτάνα! Πονάω! Μη, σου λέω!»
Κραύγασε μάταια, αφού η Μαρία συνέχισε να κριτσανίζει σαδιστικά τον πούτσο του, ανεπηρέαστη, τόσο απ’ τα λόγια του, όσο κι απ’ τη μπούφλα που της έριξε!
-«Ρίξε της κι άλλο ρε μαλάκα! Μην τη λυπάσαι! Γουστάρει να τη δέρνουν, η κάργια!», μαύλισε ο Ελία το τσιράκι του. 
Έχωσε αμέσως και δεύτερο φούσκο στην καθηγήτριά του, η οποία άφησε το μαρκούτσι του στην ησυχία του και βόγκηξε αναίσχυντα:
-«Ουχ ναι, δείρε με κι άλλο! Μ’ αρέσει! Μόνο γάμε με! Έχω ανάγκη να νιώσω την πουτσάρα σου στο μουνί μου!»
Παρακινημένος από την αισχρή ομολογία της, ο Άκο σήκωσε την ποδάρα του και της έριξε έναν γερό κλώτσο κατευθείαν στα μούτρα, πετώντας την κάτω ανάσκελα σα... σακί. Γονάτισε μπροστά της, της άνοιξε τα πόδια και με μια αστραπιαία μετατόπιση των λαγόνων του, κάρφωσε μεμιάς στο μουσκεμένο μουνί της ολόκληρη την εξωπραγματική μαλαπέρδα του, φτάνοντας μέχρι τις σάλπιγγές της. Κατόπιν, έπιασε να τη γαμάει με ασύλληπτη βιαιότητα, ξηλώνοντάς της τα πάντα εκεί μέσα, ενώ φρούμαζε κι ιδροκοπούσε σαν κάπρος!
-«Σ’ αρέσει, μωρή γαμιόλα; Γουστάρεις που σου ξεσκίζω το μούνο;», τη ρώτησε με δόντια σφιγμένα από μίσος.
-«Αχ ναι! Μ’ αρέσει! Έτσι, ξεκατίνιασε με, παίδαρε! Δώσε μου το μουνί στο χέρι!», παραδέχθηκε ξεδιάντροπα η Μαρία. 
Τη στιγμή μάλιστα που ο παραμελημένος Έντι, που την είχε εντωμεταξύ, πλησιάσει απ’ τη μεριά του κεφαλιού της, έπεφτε στα τέσσερα βάζοντας τη στραμμένη προς το ταβάνι μούρη της ανάμεσα στα γόνατά του, σε στάση κλασσικού εξήντα εννιά, με συνέπεια τα γεννητικά του όργανα να βρεθούν να κρέμονται με… χάρη, ακριβώς πάνω απ’ το στόμα της, μπλοκάροντας ολόκληρο το οπτικό της πεδίο. Δίχως ίχνος δισταγμού, η γυναίκα ανασήκωσε το κεφάλι της, άρπαξε με τα χείλη της το καυλί του μαθητή της κι έπιασε να το βυζαίνει μ’ απροσχημάτιστη βουλιμία, ενώ συνάμα γρατζουνούσε τα οπίσθιά του και τίναζε το κεφάλι της άγρια δεξιά και αριστερά, κοπανώντας το πάνω στα μπούτια του και μουγκρίζοντας ατέρμονα απ’ την ηδονή που της χάριζε το ξεμούνιασμα που της έκανε ο Άκο.
Αντιδρώντας στο ντελίριό της, ο Έντι έπιασε να χοροπηδάει βίαια πάνω - κάτω, γαμώντας της, κυριολεκτικά, το στόμα μ’ απερίγραπτο μένος, οδηγώντας την στα πρόθυρα της ασφυξίας, όπως αποδείκνυαν οι αηδιαστικοί ρόγχοι που ‘βγαζε το λαρύγγι της. Ωστόσο, ήταν τόσο διαβρωτική η επιρροή του μιαρού πάθους της, που όχι μόνο δεν την πτόησε το πάθημά της, ίσα - ίσα, έσφιξε με τα χείλια της ακόμα πιο φανατικά τον εισβολέα που πολεμούσε να την πνίξει και σήκωσε το κεφάλι της ακόμα ψηλότερα, καταπίνοντάς τον ολόκληρο, με τη μύτη της ν’ ακουμπάει στ’ αρχίδια του βασανιστή της!
-«Ωωχχ, τι πιπίλα είναι αυτή! Δεν αντέχω άλλο, χύνωωωω!», κραύγασε ο λέτσος. 
Αμόλησε ένα παχύρρευστο ποτάμι κρέμας κατευθείαν στο λαρύγγι της, το οποίο η Μαρία καταβρόχθισε, κλαίγοντας σχεδόν από καύλα και σπαρταρώντας ακατάσχετα, καθώς, εκείνη ακριβώς τη στιγμή, ο Άκο, μ’ έναν τελικό, σαδιστικό διεμβολισμό του μουνίυ της, οδηγούσε κι εκείνη σ’ έναν εκπληκτικό οργασμό.
-«Άκο, αγόρι μου, είσαι μεγάλος μπήχτης! Η σκρόφα χύνει σα σιντριβάνι!», σχολίασε ο Ελία, παρατηρώντας αδηφάγα τον πίδακα που πεταγόταν με πίεση απ’ το μουνί της Μαρίας, ενώ ο λακές του φούσκωνε σα διάνος από περηφάνια.
-«Εσύ, μαλακάκο, δε μας είπες; Σε άρμεξε καλά;», αποτάθηκε έπειτα στον Έντι, που εξακολουθούσε να βογκάει και να μαστίζεται από ακανόνιστους σπασμούς, με την ψωλή πιασμένη στα χείλια της Μαρίας σα θήραμα παγιδευμένο σε δόκανο.
-«Αν μ’ άρμεξε λέει! Όλα τα έφαγε η πουτάνα! Κι ακόμα ρουφάει, το κέρατό μου! Είναι απίστευτο!», αποκρίθηκε ο Έντι αγκομαχώντας.
-«Κι ακόμα δεν είδες τίποτα, μικρέ, ηλίθιε φίλε μου…!», αντιγύρισε ο Ελία με αινιγματικό στόμφο.
-«Τίποτα; Τίποτα το λες εσύ αυτό; Τι άλλο υπάρχει δηλαδή;», απόρησε ο Έντι.
-«Θα σου δείξω εγώ τι άλλο υπάρχει. Κάνε πέρα!», τον πρόσταξε ο αρχηγός του κι εκείνος συμμορφώθηκε πειθήνια.
Ο Ελία γδύθηκε απ’ τη μέση και κάτω, γονάτισε πλάι στην ‘ισοπεδωμένη’ απ’ τον οργασμό που της είχε χαρίσει ο Άκο Μαρία, η οποία πάλευε να ανασάνει και της τάπωσε το ορθάνοιχτο στόμα της, που ρουφούσε άπληστα αέρα, με το ντούρο εργαλείο του.
-«Ρούφα τον, μωρή! Κάν’ τον να γλιστράει, για το… καλό σου. Ξέρεις τι θα ακολουθήσει…», της είπε κυνικά.
Φυσικά και ήξερε τι θ’ ακολουθούσε. Και το ήθελε.. το ήθελε μέχρι τρέλας. 
Πλέοντας, για πολλοστή φορά, ξυλάρμενη στην άβυσσο των καταναγκαστικών, πάναισχρων ορμών της, κι έχοντας απολέσει κάθε ίχνος λογικής, τιμής κι αξιοπρέπειας, η Μαρία έσφιξε ζηλότυπα τον πούτσο του Ελία με τα χείλη της κι έπιασε να τον βυζαίνει, μουγκρίζοντας με πρόστυχη αυτοεγκατάλειψη. Και ακόμα πιο μεγάλη αυτοεγκατάλειψη έδειξε ένα λεπτό μετά, όταν ο Ελία έκανε πέρα αυταρχικά τον Άκο, την οδήγησε να διπλωθεί στα δυο, όπως ήταν ξαπλωμένη ανάσκελα, λυγίζοντας τα ανοιχτά πόδια της τέρμα πίσω, ώσπου ακούμπησαν το δάπεδο εκατέρωθεν της μούρης της, αναδεικνύοντας έτσι την κωλάρα της σ’ όλο το μεγαλείο της, άνοιξε τα κωλομέρια της, κι έπιασε να καμακώνει πόντο - πόντο, την εκτεθειμένη σε κοινή θέα κωλοτρυπίδα της με τον ψώλαρό του, κι εκείνη, όχι μόνο δε διαμαρτυρήθηκε, αλλά δήλωσε αναίσχυντα:
-«Αουχχχ, ναι πουτσαρά μου ατελείωτε… όλο στον κώλο! Σκίσε μου τα ράμματα! Σακάτεψέ με!»
-«Τι έχετε να πείτε γι’ αυτό, μαλάκες;», ο τσόγλανος ρώτησε αλαζονικά τους υποτακτικούς του. 
Αυτοί τον κοιτούσαν με στόματα ανοιχτά σα χάνοι να έχει καρφώσει ολόκληρη την πούτσα του στον κώλο της καθηγήτριάς τους κι εκείνη να του δίνει… συγχαρητήρια!
-«Μα την πίστη μου, θα της γαμήσω κι εγώ τον κώλο μετά! Θα της τον κάνω σουρωτήρι!», υποσχέθηκε σκληρά ο Άκο, μαλακίζοντας το πάντα ντούρο ‘τέρας’ που προεξείχε σαν κολώνα της ΔΕΗ απ’ τα χοντρόπουτσα του.
-«Δώσ’ του, αρχηγέ! Σκίσε της τον πάτο! Ξεκώλιασε την, την κάργια!», φώναξε ο Έντι. 
Κοιτούσε τον Ελία να εκτελεί μακριές σε μήκος, γρήγορες ταλαντώσεις, με συνέπεια η ατσαλωμένη μαλαπέρδα του να μπαινοβγαίνει σαν έμβολο στην ξεσκισμένη κωλάρα της Μαρίας.
-«Έχετε ξαναδεί, ρε σεις, γυναίκα να γουστάρει τόσο το κωλοσφήνωμα;», κόμπασε το τσουτσέκι. 
Γκάζωσε κι άλλο, ανασκάπτοντας πλέον σαν κομπρεσέρ τη σούφρα της καθηγήτριάς του, η οποία ούρλιαζε σπαραχτικά και συνάμα μαλάκιζε το μουνί της με μανία.
-«Έρχονται τα χύσια μου, μωρή βρόμα. Που τα θες;», τη ρώτησε λίγο μετά, πετσοκόβοντας τα σωθικά της με τις τελευταίες και μακράν πιο απάνθρωπες γαμιές, καθώς πλησίαζε στην κορύφωση.
-«Στο στόμα, ψωλαρά μου! Θέλω να φάω το ψωλόχυμα σου εδώ και τώρα!», αποκρίθηκε η Μαρία με ωμή, ξεδιάντροπη ειλικρίνεια.
-«Έφτασεεεε!», αναφώνησε χιουμοριστικά το τσουτσέκι. 
Ξεκαλούπωσε τον πούτσο του απ’ τον κώλο της και της μπούκωσε μ’ αυτόν το στόμα, δένοντας τα χέρια του πίσω απ’ την πλάτη του και προτάσσοντας τα ισχία του.
-«Είναι όλος δικός σου, μανάρα μου!», της είπε. 
Εκείνη τύλιξε αμέσως τα δάχτυλά της γύρω από τον πουτσοκορμό του, πιλατεύοντάς τον με λύσσα, ενώ συνάμα βύζαινε το πρησμένο του ψωλοκέφαλο σα να μην υπήρχε αύριο.
-«Αουχ, χύνωωω! Χύνω μωρή, χύνωωω!!!», κραύγασε ο Ελία. 
Η γυναίκα ένιωσε το παλαμάρι του να εκπυρσοκροτεί σαν επαναληπτικό πιστόλι, ‘γαζώνοντας’ το στόμα της μ’ αλλεπάλληλες ριπές πηχτού σπέρματος, το οποίο κατάπιε μ’ ασύλληπτη πρεμούρα, μουγκρίζοντας σα ζώο απ’ την εμετική πείνα που φλόγιζε τα φυλλοκάρδια της. Τελείως ξεζουμισμένος και ξεθεωμένος απ’ την υπερπροσπάθεια που κατέβαλε, ο νεαρός κατέρρευσε ανάσκελα πλάι της, βογκώντας 
και λαχανιάζοντας σα λοκομοτίβα, καθώς αγωνιζόταν να ξαναβρεί την αναπνοή του, αφήνοντας έτσι το πεδίο ελεύθερο για τον Άκο, που έσπευσε να πάρει τη θέση του κολλητού του, κραδαίνοντας απειλητικά το… τέρας που είχε για πούτσο.
-«Και τώρα η σειρά μου. Θα σε ξεσκίσω γαμιόλα κι εσύ θα βλέπεις τα πάντα!», της είπε με μίσος. 
Άρπαξε μια τούφα απ’ τα μαλλιά που στόλιζαν την κορυφή του κεφαλιού της και την τράβηξε μ’ όλη του τη δύναμη προς το μέρος του, αναγκάζοντάς τη Μαρία να κολλήσει το σαγόνι της πάνω στο μουνί της, μοναχά δυο δάχτυλα μακριά απ’ τη σούφρα της. Ύστερα, τίναξε τα λαγόνια του μπροστά με την ταχύτητα και τη βιαιότητα κόμπρας, μπήγοντας στον κώλο της τη μισή εξωπραγματική πουτσάρα του σε πρώτη φάση και μ’ ένα δεύτερο τίναγμα, εξίσου άγριο κι ανελέητο με το πρώτο, και την άλλη μισή.
-«Αϊχχχχχ», τσίριξε σπαραχτικά η Μαρία. 
Τσίριζε τόσο από πόνο, καθώς ένιωθε σα να της είχαν μπήξει ένα δόρυ στα εντόσθια -τα οποία, προς επαλήθευση της αίσθησής της, έβγαλαν ένα εύηχο γουργουρητό διαμαρτυρίας- όσο κι από τρόμο, καθώς είδε από απόσταση αναπνοής, ένα φαιοκαφέ ρυάκι από ζουμιά που έζεχναν σκατίλα, να αναβλύζει απ’ την ανοιχτή σαν πιατέλα σούφρα της!
-«Είδατε τι της έκανα, ρε; Με παραδέχεστε;», καμάρωσε σα γύφτικο σκεπάρνι ο κτηνώδης χοντρομπαλάς.
-«Μαλάκα μου, τη σακάτεψες! Της έλυσες το άντερο! Μήπως πάθει τίποτα;», ρώτησε ο Έντι, δείχνοντας πραγματικά φοβισμένος.
-«Ότι κι αν πάθει, εμάς δε μας κόφτει. Είναι πρόβλημα του κερατά. Άκο, αγόρι μου, σκίσε της τον κώλο και μη μασάς!», είπε ο Ελία.
-«Ποιος μασάει; Θα την πετσοκόψω, την ξεκωλιάρα! Μου γέμισε τον πούτσο σκατοζούμι!», φρύαξε ο Άκο κι έπιασε να παλουκώνει τον κώλο της καθηγήτριάς του με ολόκληρο τον αλογίσιο ψώλαρο του τόσο βάναυσα, που την έκανε να βάλει τα κλάματα.
-«Κλαψ, κλαψ, ξεφτιλισμένη κάργια! Πονάς, ε; Μήπως θες να σταματήσω;», την ειρωνεύτηκε ανάλγητα το απάνθρωπο γουρούνι.
-«Όχι, μη σταματάς! Δώσ’ το μου! Ξέσκισέ μου την κωλάρα! Καν’ τη μου πηγάδι! Ουχχχχ, είναι τόσο ωραίο! Χύνωωωω! Τελειώνωωω!!!», ούρλιαξε η Μαρία, απολιθώνοντας τους πάντες με το δυσθεώρητο μέγεθος της πουτανιάς της, μαζί τον ίδιο της τον εαυτό.
-«Να ρε, που φοβόσουν μην πάθει τίποτα! Σα βρύση χύνει η σκατοκαριόλα! Από καύλα κλαίει! Ψοφάει για κωλοσφήνωμα!», πρόγκηξε ο Άκο τον Έντι, ρίχνοντάς του μια μεγαλοπρεπή μούντζα, και συνέχισε απτόητος να κατακρεουργεί τον κώλο της Μαρίας δίχως έλεος.
-«Πιάσε τα κωλομέρια σου κι άνοιξέ τα τέρμα, μωρή βρομιάρα! Γουστάρω να βλέπω την ψωλάρα μου να ξεχειλώνει το γαμημένο σου κωλοτρυπίδι!», την πρόσταξε. 
Στο καπάκι της άστραψε ένα ασύλληπτο φούσκο στη μάπα, για να εμπεδώσει τα λόγια του. Εκείνη σκοτώθηκε να υπακούσει, ωστόσο, το εφιαλτικό στοιχείο του σκηνικού δεν ήταν η δουλοπρέπεια της, αλλά πως η απάνθρωπη μεταχείριση που της επεφύλασσε το σαδιστικό παχύδερμο την προκάλεσε έναν ηφαιστειακό οργασμό!
-«Το κέρατό μου, χύνει ξανά. Κυρία, είστε ανωμαλιάρα; Γουστάρετε να σας γαμάνε και να σας δέρνουν;», τη ρώτησε ο χοντρέλας.
-«Αχ ναι, πουτσαρά μου. Βάρα με όσο μου ξεσκίζεις την κωλάρα! Είναι τόσο ωραίο! Γάμα με και δέρνε με μαζί…», βόγκηξε εκείνη.
-«Πάρε να ‘χεις τότε!», είπε ο Άκο. 
Και εμπλούτισε το ατέρμονο ξεκώλιασμα της με διαδοχικές, δυνατές μπούφλες, τόσο με την καλή όσο και με την ανάποδη της παλάμης του, παγιδεύοντάς την έτσι σ’ ένα συνεχή, ατέλειωτο, εξαντλητικό οργασμό!
-«Έχεις κάνει φίνα δουλειά, αρχηγέ. Της έχεις ανοίξει τον κώλο για τα καλά. Μπράβο! Αλλά κι εγώ… είμαι σε φόρμα, ε;», είπε ύστερα το χοντρογούρουνο στον Ελία με περίσσια αυτοπεποίθηση, δείχνοντας προκαταβολικά σίγουρος για την απάντησή του αφεντικού του.
-«Μόνο σε φόρμα; Ζωγραφίζεις, αγορίνα μου!», απάντησε μεγάθυμα ο Ελία.
-«Ναι, έχω έμπνευση, ο πούστης! Δες κι αυτό…», δευτερολόγησε ο Άκο. 
Απέσυρε τον ψώλαρο του απ’ την ξεχαρβαλωμένη πατούρα της Μαρίας, την έστρωσε χάμω ανάσκελα, μαλακίστηκε πάνω απ’ τη μούρη της κι έπιασε να τη λούζει με τα χοντράδια του. Κι εκείνη έπιασε να πασαλείφει ξέφρενα και με τις δυο παλάμες της, κάθε τετραγωνικό εκατοστό του μούτρου της μ’ όσο ψωλόχυμα μπορούσε ν’ απορροφήσει το δέρμα της, και να καταβροχθίζει το υπόλοιπο, πλαταγίζοντας τα χείλη της από αξεθύμαστη λαιμαργία.
Αμέσως μετά το διπλό ξεκώλιασμα της απ’ τις ψωλάρες του Ελία και του Άκο, η Μαρία έφυγε… αστραπή για την τουαλέτα, κρατώντας μάλιστα τα κωλομέρια της κλειστά με τα χέρια της, αφού η ανάγκη της για… εκκένωση ήταν τόσο έντονη, που ένιωθε να καρκινοβατεί στο μεταίχμιο της απόλυτης ξευτίλας μπρος στα μάτια των έφηβων γαμιάδων της.
-«Για πού τρέχει έτσι η πουτάνα; Γιατί κρατάει τον κώλο της; Φοβάται μην της… φύγει;», απόρησε ο Έντι.
-«Τα σκατά φοβάται μην της φύγουν, όχι ο κώλος της! Τη σακατέψαμε τελείως τη σκύλα! Κόλλα το ρε φίλε!», αναφώνησε περιχαρής ο Ελία, ανταλλάσοντας χάι φάιβ με τον Άκο, το συνέταιρό του στο λυσσαλέο ξεχείλωμα της σούφρας της καθηγήτριάς τους.
Εκείνη δεν είχε χρόνο ούτε την πόρτα της τουαλέτας να κλείσει, πριν καθίσει στη λεκάνη κι οι ήχοι που έβγαλε έκαναν εκκωφαντική αντήχηση ταξιδεύοντάς την έως το σαλόνι, όπως απόδειξαν τα ανεξέλεγκτα και ξέφρενα γέλια των τσογλαναράδων, κι ύστερα σαν ποτάμι τρέξανε από μέσα της τα χύσια τους που κράτησε τουλάχιστον ένα λεπτό. Όταν κίνησε να φύγει,  είδε το είδωλό της στον καθρέφτη που ήταν απέναντί της. «Πω! πω! Εγώ είμαι αυτή;», αναρωτήθηκε έντρομη, ατενίζοντας την αναμαλλιάρα φιγούρα, με το πασαλειμμένο με ψωλόχυμα και πρησμένο απ’ τις μπούφλες του Άκο πρόσωπο.
Σε μια κίνηση απελπισίας, μπήκε στη μπανιέρα, έριξε νερό στο κορμί της κι έπιασε να το τρίβει με μανία, σα να πάσχιζε να διώξει, όχι τη βρόμα, αλλά τις αήθεις ορμές της, που ευθύνονταν για την κατάντια της. Όμως ούτε και τότε μπόρεσε ν’ ‘αγιάσει’, καθώς δέχτηκε την… επίσκεψη των τριών βασανιστών της, που απαίτησαν να τους πλύνει, δίνοντας ιδιαίτερη προσοχή στα… επίμαχα σημεία τους. 
Υποκύπτοντας στωικά στις επιθυμίες τους, έπιασε να τρίβει σχολαστικά τα ψωλάρχιδα τους κι ενώ τα κοιτούσε να θεριεύουν, ένιωθε ότι είχε μπλέξει σ’ ένα φαύλο κύκλο απ’ τον οποίον δε θα ξέμπλεκε ποτέ. Και η αίσθησή της αυτή έγινε πολύ πιο έντονη όταν τα ρεμάλια την ανάγκασαν να τους… τσιμπουκώσει τον έναν μετά τον άλλον, ώσπου την τάισαν ξανά με τα χύσια τους.
Τουλάχιστον είχαν τη στοιχειώδη αβρότητα να της ανταποδώσουν τη χάρη, πλένοντάς την κι αυτοί με τη σειρά τους, ή έτσι πίστευε, ωσότου της άνοιξαν τα οπίσθια κι άρχισαν να σχολιάζουν, δήθεν συμπονετικά -στην πραγματικότητα όμως με το ζόρι κρατιούνταν να μη βάλουν τα γέλια- το πρησμένο, κατακόκκινο και γδαρμένο απ’ το… ξέσκισμα στόμιο της κωλοτρυπίδας της. Παρόλα αυτά, υπέμεινε κι αυτήν την ταπείνωση με καρτερία, δίχως την παραμικρή ένδειξη εκνευρισμού, αντλώντας δύναμη απ’ την επίγνωση ότι πλησίαζε στην πραγμάτωση του απώτερου στόχου της. Το παράθυρο της ευκαιρίας άνοιξε αργά τη νύχτα, όταν ο Ελία, δίπλα στον οποίον είχε ξαπλώσει 
δήθεν για να κοιμηθεί, παραδόθηκε σε βαθύ ύπνο, ροχαλίζοντας ξέγνοιαστα. Τότε εκείνη σηκώθηκε αθόρυβα και βούτηξε αποφασιστικά το κινητό του απ’ το παντελόνι του. «Πάει αυτό. Τώρα μένουν άλλα δυο», σκέφτηκε πανευτυχής απ’ την ομαλή εξέλιξη του σχεδίου της και νυχοπάτησε μέχρι το δεύτερο υπνοδωμάτιο, όπου είχαν καταλύσει ο Άκο κι ο Έντι, διαπιστώνοντας, εξίσου πανευτυχής, ότι κι αυτοί κοιμούνταν του καλού καιρού. Ψάρεψε πανεύκολα απ’ τα πεσμένα στο πάτωμα ρούχα τους και τα δικά τους κινητά και κατέληξε στο σαλόνι. Απέχοντας μονάχα ένα βήμα απ’ την ευόδωση του σχεδίου της, ένα αίσθημα θριάμβου την κατέκλυσε, ωστόσο δεν επιχείρησε να 
παρατείνει την απόλαυση της στιγμής. Έχοντας επίγνωση της κρισιμότητας της κατάστασης, έλαβε ανά χείρας πρώτο το τηλέφωνο του Ελία, πάτησε μερικά πλήκτρα κι έφτασε εκεί που ο τσόγλανος είχε αποθηκεύσει το βίντεο της ντροπής, με τον εμετικό τίτλο ‘ψωλορούφηγμα πουτάνας καθηγήτριας’! «Τώρα θα σου δείξω εγώ, μαλάκα!», σκέφτηκε χαιρέκακα η Μαρία, επιτρέποντας στο δάχτυλό της την πολυτέλεια να αιωρηθεί λιγάκι πάνω απ’ το πλήκτρο της διαγραφής, γευόμενη ηδονικά τη διαφαινόμενη επικράτησή της στη σύγκρουση με τον αρχιεκβιαστή της. Επιτέλους θα έπαιρνε τη ζωή της πίσω. Θα ξαναγινόταν η αξιότιμη εργαζόμενη σύζυγος και μητέρα που ‘ταν κάποτε. Θα γινόταν πάλι αφέντρα του εαυτού της, δίχως να είναι υποχρεωμένη να υποκύπτει στο ερωτικό κάλεσμα του ανήλικου τυράννου και των λακέδων του. Κομμένες οι κρυφές συναντήσεις με άφθονο, παράνομο, κτηνώδες πήδημα. Κομμένος ο Ελία, κομμένος ο Έντι, κομμένος κι ο Άκο!
«Κομμένα όλα», ψέλλισε κι ένιωσε, όλως αναπάντεχα, να την κυριεύει ένα κύμα… θλίψης, στην προοπτική να μη ξαναγευτεί ποτέ τα τεράστια μαρκούτσια των μαθητών της, αρκούμενη μοναχά στο ανιαρό σεξ που της πρόσφερε ο σύζυγός της με την τσουτσουνίτσα του. Αμήχανη και γεμάτη αμφιβολίες απ’ την απρόσμενη κατεύθυνση που είχαν πάρει οι σκέψεις της, μετέφερε το κινητό απ’ το δεξί χέρι στ’ αριστερό, πασχίζοντας να καταλήξει σε μιαν απόφαση. Έκλεισε τα μάτια στιγμιαία, κράτησε την ανάσα της……
Εκείνο που ξύπνησε τον Ελία στο μέσο της νύχτας, ήταν η αδήριτη ανάγκη του να ουρήσει. Όμως παρά τη θολούρα του, και παρά την ημι-υπνωτική κατάσταση στην οποία βρισκόταν, δεν του πήρε πάνω από δυο δευτερόλεπτα για ν’ αντιληφθεί την απουσία της Μαρίας. «Πού στο διάολο είναι η καριόλα;», αναρωτήθηκε νοερά, ενώ κατευθυνόταν προς την τουαλέτα, για να λάβει απάντηση στο ερώτημά του αμέσως, καθώς αντίκρισε την καθηγήτριά του καθισμένη στον καναπέ του σαλονιού, με την πλάτη στραμμένη προς εκείνον. Αναρωτώμενος τι διάολο έκανε στον καναπέ μέσα στη μαύρη νύχτα, κινήθηκε προς το μέρος της. 
Όταν έφτασε κοντά της, την άκουσε να βαριανασαίνει κι η περιέργειά του μεγάλωσε. Καλύπτοντας μ’ ένα βήμα το τελευταίο μέτρο που τους χώριζε, ήρθε και στάθηκε δίπλα της, όπου έλαβε απάντηση σε κάθε απορία του, ‘συλλαμβάνοντάς’ την να κρατά το κινητό του κολλημένο στο μούτρο της με το ένα χέρι, ατενίζοντας την οθόνη του με βλέμμα πρόστυχο, και με το άλλο να χαϊδεύει τον αχόρταγο μούνο της. Δε χρειαζόταν να είναι μάντης για να καταλάβει ότι έβλεπε το γνωστό βίντεο και μάλιστα με τόση προσήλωση, που δεν τον είχε πάρει καν χαμπάρι, κι ας στεκόταν δίπλα της. Ένα φαρδύ χαμόγελο άνθισε στο πρόσωπο του Ελία, καθώς πετούσε έξω τον ήδη ντούρο, αφενός από το θέαμα, κι αφετέρου από την… κατουρόκαυλα, πούτσο του.
-«Τι έγινε, μωρό μου; Έχεις κάψες και δεν μπορείς να κοιμηθείς;», τη ρώτησε, τρίβοντας παιχνιδιάρικα το πούτσο του στο μάγουλό της.
Εκείνη στράφηκε προς το μέρος του, τον κοίταξε μες στα μάτια με βλέμμα υπνωτισμένο, δίχως να δείχνει στο ελάχιστο έκπληκτη από τον αιφνιδιασμό που υπέστη, εφάρμοσε απαιτητικά τις χειλάρες της στο ψωλοκέφαλο του κι έπιασε να βυζαίνει με ανυπόκριτη λατρεία, μη σταματώντας ούτε δευτερόλεπτο να τριβελίζει το μουνί της. Ρουφούσε με τέτοια μανία σαν να ήταν η τελευταία φορά που δοκίμαζε αυτή την ψωλή. Ο μπάσταρδος έβγαλε μια υπόκωφη φωνή κι βλεννόμορφη κρέμα γέμισε το στόμα της και κατέβηκε γρήγορα στο λαρύγκι της. Αυτός έπεσε στον καναπέ και ξεράθηκε στον ύπνο αμέσως. Αυτή εμεινε εκεί με το ένα χέρι στο μουνί της, το άλλο στο κινητό του συνέχιζε να παίζει το βίντεο και τα χύσια του ακόμη στο στόμα της……
Η Μαρία πάτησε το πλήκτρο… Άφησε το κινητό του Ελία πλάι του που κοιμόταν κι έψαξε τα ρούχα της. Βρήκε πρώτα τις γόβες της και τις φόρεσε, ύστερα το σουτιέν. Δε το κούμπωσε που κούμπωνε μπροστά γιατί δεν άντεχε να φυλακίσει στα στήθη με το βάρος της ηδονής που κουβαλούσανε. Βρήκε το πουκάμισο και το φόρεσε και προχώρησε προς το χωλ. Εκεί βρήκε το στριγκάκι της ξεσκισμένο και το παράτησε. Μπήκε στο δωμάτιο του Ελία μα δε βρήκε τίποτα και προχώρησε στο δεύτερο υπνοδωμάτιο που ο ο Άκο κι ο Έντι, γυμνοί κοιμούνταν του καλού καιρού. Έβαλε τα κινητά τους στην θέση τους κι εκεί έμεινε. Ο Άκο κοιμόταν ανάσκελα με τον ελεφαντένιο, σοκολατί πούτσο του απλωμένο πάνω του σα θεριό π' αναπαυόταν. Θαύμασε τον απείρως πιο χοντρό που είχε ποτέ δει πλαισιωμένο από το πελώριο ψωλοκέφαλο, όμοιο με γιγαντιαίο μανιτάρι και τις δυο κολοσσιαίες, κρεμαστές και βαριές σαν πατάτες αρχιδάρες! Θυμήθηκε την απέραντη ηδονή που τις είχε χαρίσει πριν λίγο και την έπιασε θλίψη στην ιδέα ότι δεν θα τον ξαναγευτεί. Ο  Έντι κοιμόταν μπρούμυτα και παρατήρησε τον ωραίο και σφριγηλό κώλο του. Μια ιδέα. μια επιθυμία της ήρθε τότε στο μυαλό. Θα γούσταρε ν γλύψει αυτό το κωλαράκι και να του χώσει κωλοδάχτυλο ενώ ταυτόχρονα το θεριό του Άκο θα της ξεχαρβαλώνει της τρύπες της. Τρελάθηκε στην ιδέα κι ένας σπασμός την συντάραξε. Απόρησε πώς ήταν δυνατόν τα κωλόπαιδα να την ξεμουνιάζουν και να την ξεκωλιάζουν αδυσώπητα και να την υποβάλλει ταυτοχρόνως στις πιο εκτρωματικές ταπεινώσεις, βρίζοντάς και ξυλοκοπώντας τη χωρίς οίκτο, μαρκάροντας έτσι το κορμί της με απτά σημάδια της σαδιστικής τυραννικότητας τους, κι εκείνη να ερεθίζεται μέχρι λιποθυμίας; Δυο κύματα καύλας την διαπέρασαν από την κορυφή ως τα νύχια και δάγκασε τα χείλη της να μη βγάλει κραυγή. Ευτυχώς ακούμπησε την πλάτη της στον τοίχο αλλιώς θα σωριαζόταν. Ασυναίσθητα το χέρι της κατέβηκε και χώθηκε στο μουνάκι της. Στηρίχτηκε περισσότερο στον τοίχο, χαλάρωσε τα μπούτια της. Το υγρό μουνάκι της δεν χόρταινε με το ένα δάχτυλο κι έβαλε και δεύτερο ενώ ο αντίχειρας της δούλευε ακατάπαυστα την καυλωμένη  κλειτορίδας. Κοίταξε την πουτσάρα του Άκο που 'κοιμόταν' ξαπλωμένη στην κοιλιά του κι η καύλα της ήταν αφόρητη. Δαγκώνονταν κι έβγαζε αίμα για να μην ουρλιάξει. Με το άλλο της χέρι έπιασε την ρώγα της και την τσίμπισε. Ένας έντονος οργασμός ήρθε από τα βάθη της ύπαρξης και την συγκλόνισε κι ύστερα ένας δεύτερος πιο μαλακός. Όταν πήρε τις ανάσες της πήρε να σηκώσει το κορμί της αλλά τα πόδια της τρίκλιζε.  Με δυσκολία σηκώθηκε, βρήκε την φούστα και το σακάκι της, τα φόρεσε όπως, όπως κι έφυγε. Ο δροσερός αέρας λίγο την συνέφερε. Καθισμένη στο βολάν του αυτοκινήτου της οι μπερδεμένες σκέψεις ανάμεσα στην απελευθέρωση από τους εκβιασμούς και την θλίψη για την απώλεια των εραστών της δεν την άφηναν και τα αντικρουόμενα συναισθήματα την κούραζαν. Έστριψε δεξιά και πήρε την μεγάλη λεωφόρο που την οδηγούσε στην περιοχή που ήταν το σπίτι της. Έβαλε μουσική κι ένα αμυδρό χαμόγελο φάνηκε στα χείλη της.
Την άλλη μέρα δεν είχε μάθημα στην τάξη των νεαρών εκβιαστών και των χθεσινοβραδινών εραστών της. Ζήτησε κι άδεια από την γραφική υπηρεσία που είχε  και κατά τις δώδεκα κατέβηκε την εσωτερική σκάλα που οδηγούσε στο πάρκινγκ, όπου είχε αφήσει το αμάξι της.
Ήθελε κανά δυο σκαλιά να κατέβει, να διασχίσει τον διάδρομο με τις αποθήκες και να βγει στο προαύλιο χώρο όταν  άξαφνα ένα δυνατό χέρι την τράβηξε από πίσω και την έσπρωξε κιόλας γνώριμη φωνή να λέει από πίσω της.
Όταν στράφηκε αλαφιασμένη, είδε τον Ελία να στέκεται μπρος στην ανοιχτή πόρτα μιας αίθουσας και να της νεύει με αδόκητο... νάζι.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου