Πέμπτη 8 Μαρτίου 2012

ΔΟΥΛΟΣ ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ ΤΟΥ (1)

15/06/2005

Κεφάλαιο 1ο

Πώς με έκανε δούλο η θεία μου

Θα σάς διηγηθώ το περιστατικό που με έκανε για πάντα δούλο των γυναικών - οριστικά και αμετάκλητα δηλαδή,  διότι την προδιάθεση την είχα από πάντα. 
Ήταν η ίδια μου η θεία αυτή -γυναίκα του αδελφού της μάνας μου- που με έκανε σκυλάκι στα πόδια της.  Αρκετά χρόνια πριν,  πήγαινα ΤΕΙ ακόμη,  δεν είχα πάει με γυναίκα,  γύρω στα 30-35 η θεία. 
Δεν ήταν αυτό που θα λέγαμε όμορφη,  αλλά,  πώς να το πω,  ήταν γυναίκα,  γυναίκα σεξουάλα,  γεμάτη και ζουμερή,  σάρκα καυτή,  όλο χυμούς και καύλα.  Έφερνα στο μυαλό μου τα σαρκώδη χείλη της,  τα φουσκωμενα ζυγωματικά της,  το λαϊκό,  πρόστυχο βλέμμα της και τα βρωμόλογα που πετούσε με άνεση και αυτοπεποίθηση -δεν ήταν των σαλονιών,  ούτε στην γλώσσα,  ούτε στο ύφος και στο παρουσιαστικό- και τό έπαιζα στην τουαλέτα. 
Ξεχείλιζε η σάρκα της καυτή,  τα πισινά της και τα στήθη της κοντεύανε να σκίσουν τις στενές φούστες (ως το γόνατο,  αλλά όταν καθόταν σταυροπόδι..  .    κι εκείνο το σκίσιμο στο πλάι..  .    και το ύφασμα που έσφιγγε εφαρμοστό στα κωλομερια της κι από κάτω φαινόταν καμμιά φορά η γραμμή της κιλότας της..  .   ) και μπλούζες που φορούσε.  Έφερνα στο μυαλό μου τα μπούτια και τα κωλομερια της κι ένιωθα να με καταπίνουν.  Την έβλεπα να περπατά σαν φοράδα ξαναμμενη,  τις δυνατές της γάμπες,  τα σαρκώδη μπούτια,  τα θρεμμενα κωλομερια,  και έβριζα από μεσα μου παίζοντάς το,  φοράδα,  σκύλα ξαναμμενη,  καυλιάρα γκόμενα,  καριόλα,  γυναικάρα,  πουτάνα,  πουτανάρα,  σκρόφα,  καραπουτάνα με τα όλα της.  Ένιωθα τα ξαναμμενα της καπούλια έτοιμα να εκραγούν από την καύλα και,  πράγματι,  η έκρηξη γινόταν στην..  .    παλάμη μου και πλημμύριζα τον τόπο.
Δεν μπορώ ούτε να φανταστώ πόσες φορές τό έπαιξα γι' αυτήν την γυναίκα.  Μού είχε γίνει έμμονη ιδέα.  Μια μερα πάντως,  δεν θυμάμαι πώς,  βρέθηκα μόνος μαζί με την θεία σπίτι της (ο θείος και οι δικοί μου ή είχαν πάει κάπου ή τούς περιμεναμε).  Η θεία μου όρθια επάνω στην καρέκλα,  κι εγώ από κάτω,  τής έδινα κάτι μπιμπελό να τά βάλει επάνω στην βιβλιοθήκη,  στα ψηλά ράφια,  που είχε ξεσκονίσει.  Με την στενή της φούστα,  όπως πάντα,  και λεπτό,  μαύρο καλσόν,  επάνω στην καρέκλα.  Εκεί ήταν που το σκίσιμο της μαύρης εφαρμοστής φούστας σαν κεραυνός άστραφτε στα μάτια μου φανερώνοντας στιγμες-στιγμες,  ανάλογα με την στάση της,  μεχρι ψηλά τους θεϊκούς μηρούς,  τα χυμώδη μπούτια.  Τά έχασα,  κοίταζα σαν χαμενος,  σαν κεραυνόπληκτος είχα καρφώσει το βλέμμα μου επάνω της.
Μια φωνή με ξύπνησε:
-"Τι κάνεις εκεί; Ξύπνα,  σού μιλάω!"
-"Ναι,  τι..  .   ",  ψέλλισα,  καθώς πετάχτηκα ξαφνιασμενος.  Είδα το βλέμμα της και πάγωσα• είχε καταλάβει.  Ακόμα σκέφτομαι όμως τί πραγματικά σήμαινε εκείνο το βλέμμα.  Μού είχε φανεί τότε ότι είχε ξαφνιαστεί και θυμώσει μαζί μου,  και τά 'χα χάσει από τον φόβο μου.  Νομίζω όμως σήμερα -και μ' όσα ακολούθησαν- ότι μάλλον είχε καταλάβει πολύ καιρό πριν πώς την κοίταζα,  και τά είχε σχεδιάσει όλα εξ αρχής.
-"Τι κάνεις εκεί;" μού φώναξε αυστηρά και μ' έκανε να παγώσω.  "Τα μπούτια μου κοιτάς;"
-"Όχι,  τίποτε..  .   ",  έκανα φοβισμενα.
-"Μην μού λες όχι εμενα,  σε βλέπω τόση ώρα,  που σού 'χουν πεταχτεί τα μάτια έξω.  Δεν ντρέπεσαι,  τσογλάνι,  να παίρνεις μάτι την θεία σου;"
Είχε κατεβεί από την καρέκλα και με πλησίαζε αποφασιστικά,  με βλέμμα που με πάγωνε,  έτοιμη να με κατασπαράξει,  αλλά και θριαμβευτικό και προκλητικό μαζί.  Είχα γίνει κατακόκκινος από την ντροπή μου -παρέλειψα να σάς πω ότι ήμουν πάντοτε πολύ ντροπαλός- ήθελα,  να ανοίξει η γη να με καταπιεί.  Έκανα ένα-δυο βήματα πίσω,  μεχρι που σταμάτησα με την πλάτη στον τοίχο.  Η θεία με πλησίαζε,  ένιωθα την ανάσα της. 
Συνέχισε:
-"Να τό πω στην μάνα σου,  κακομοίρη μου,  μαύρο φίδι που σ' έφαγε. " Τα λόγια της μ' έκαναν να τρέμω,  κάθε ίχνος δύναμης που μού είχε απομείνει,  χάθηκε.  Ήμουν πια παιχνίδι στα χέρια της.
-"Λες και δεν σέ βλέπω,  τσογλάνι,  που με παίρνεις μάτι πόσην ώρα. " Και τότε,  κάρφωσε το βλέμμα της στο παντελόνι μου και με αποτελείωσε:
-"Τι είν' αυτό; Σού σηκώθηκε;" Φώναξε αγανακτισμενη κι έκπληκτη τάχα; "Σού μιλάω τόση ώρα κι εκεί με γράφεις εσύ; Καλά,  δεν ντρέπεσαι λίγο,  τσογλάνι; Σού μιλάω; Έχεις σηκωμάρες,  χρυσό μου; Καλά,  δεν πιστεύω να σού σηκώνεται τώρα; Με την θεία σου σού σηκώνεται αλήτη,  χάθηκες κακομοίρη μου,  στους γονείς σου και στον άντρα μου θα τό πω έτσι και σού σηκώνεται με την θεία σου - λέγε,  σού έχει σηκωθεί,  λέγε!" Με βομβάρδιζε αλύπητα.
-"Όχι,  όχι",  έκανα ικετευτικά,  τρέμοντας ότι θα τό πει στους γονείς μου και στον θείο.
Και τότε με πλησίασε,  σχεδόν κολλητά πάνω μου.  Με κάρφωσε με το βλέμμα της.  Είχα παραλύσει.  Και χωρίς να πει τίποτα,  ενώ με κάρφωνε πάντοτε και με κρατούσε απολιθωμενο και κατακόκκινο σαν πατζάρι με το αυταρχικό της βλέμμα,  έβαλε το χέρι της και με χούφτωσε.  Με είχε πραγματικά στο χέρι! - κυριολεκτικά και μεταφορικά!
Ένα κοροϊδευτικό,  χυδαίο χαμόγελο γράφτηκε στα χείλη της.  Με χούφτωνε επάνω από το παντελόνι,  έλιωνα στην παλάμη της.
-"Δεν σού 'χει σηκωθεί,  ε,  λες και ψέματα! Σαν δεν ντρέπεσαι,  αλήτη! Με την θεία σου καυλώνεις,  τσογλάνι.  Αλήθεια τώρα πες,  χρυσό μου,  έχεις σηκωμάρες; Έχεις κάψες με την θεία σου; Αχ,  μην τό πω στους γονείς σου,  κακομοίρη μου..  .    Καυλιάρη,  ε καυλιάρη!".
Με χούφτωνε,  με μαλάκιζε,  είχε κολλήσει πάνω μου καιγόμουν από την καύλα,  από την σάρκα και την ανάσα της,  κι από τον φόβο μου,  κι από την ντροπή μου.  Με μαλάκιζε και με κορόιδευε,  έλιωνα στο χέρι της,  με έκανε σκουπίδι,  κόντευα να λιποθυμήσω.
-"Να με κοιτάς στα μάτια όταν σού μιλώ",  ούρλιαξε και με χούφτωσε δυνατότερα.  Με κάρφωσε πολύ αυστηρά με το βλέμμα και με χούφτωσε ακόμα πιο δυνατά,  επάνω από το παντελόνι πάντα,  μαλακίζοντάς με.
Δεν μπορούσα να κρατηθώ άλλο.  Έχυσα.  Έχυσα πάνω μου,  έχυσα μεσα στα παντελόνια μου,  κάτω από την πίεση της παλάμης της.  Ένιωθα να πνίγομαι στα χύσια μου και να χάνομαι στην ντροπή.
Και τότε άφησε το χέρι της,  και,  κολλητά πάντοτε πάνω μου,  το βλέμμα της από αυστηρό ξανάγινε κοροϊδευτικό,  ακόμα πιο κοροϊδευτικό,  χυδαία χλευαστικό και θριαμβευτικό μαζί,  και μια λέξη μονάχα βγήκε από τα χείλη της:
-"Μαλάκα!" Μού είπε αργά και με περιφρόνηση,  σαν να με έφτυνε στα μούτρα.  Και έσκασε στα γέλια.  Με κοιτούσε,  χαμενο μεσα στην ντροπή και στα χύσια μου,  κατακόκκινο σαν πατζάρι και αποσβολωμενο,  και γελούσε δυνατά• γελούσε τρανταχτά,  στα μούτρα μου,  σαρκαστικά,  ασταμάτητα,  σαν με ασυγκράτητους σπασμούς θριαμβευτικού οργασμού.
-"Μαλάκα!" Μού ξανάπε,  μεσα στα γέλια της,  και συνέχισε να γελά τρανταχτά.  Με είχε κάνει σκουπίδι,  με είχε τσακίσει.
Σταμάτησε ξαφνικά το γέλιο και μού άστραψε ένα δυνατό χαστούκι.
-"Τσακίσου φύγε,  να μην σε βλέπω,  ρεζίλη,  τσακίσου φύγε αμεσως!" φώναξε αυστηρά και θυμωμενα.
Έφυγα σαν δαρμενο σκυλί.
Έγιναν κι άλλα πολλά από τότε με την θεία μου.  Δεν σάς είπα ότι ήταν και δασκάλα σε κάποιο δημόσιο δημοτικό σχολείο.  Μού έμαθε τρόπους με την βέργα.  Με έκανε να σέρνομαι μπροστά της και να φιλώ τα πόδια της.  Μού έκανε τον πισινό να καίγεται απ' τις ξυλιές με την βέργα.  (Και αφού μού τις είχε βρέξει,  με έβαζε τιμωρία,  να στέκομαι όρθιος μπροστά της,  προσοχή,  ενώ αυτή αναπαυτικά και προκλητικά,  σταυροπόδι στην πολυθρόνα,  απολάμβανε το ουίσκυ και το τσιγάρο της και με ψάρωνε,  με πάγωνε και με κορόιδευε καρφώνοντάς με με το βλέμμα της.  Κι εγώ,  όρθιος μπροστά της,  γυμνός και δαρμενος,  ακίνητος σε στάση προσοχής,  ή να τραβώ μαλακία,  να τά μαζεύω στην χούφτα μου (τρέμοντας μην μού χυθούν κάτω και φάω πολύ,  πολύ ξύλο),  να τά γλύφω και να τά καταπίνω,  ή να κάνω επί τόπου τροχάδην μεχρι να ξεθεωθώ,  ή πους-απς (και σε κάθε κάμψη να φιλώ τα πόδια της). 
Ή,  πάλι σε στάση προσοχής,  να λέω τί ρεζίλης είμαι και γιατί μού άξιζε που τίς έφαγα (κι αν δεν έλεγα σωστά το μάθημά μου έτρωγα κι άλλες).  Και σηκωνόταν μετά αδιάφορα από την πολυθρόνα της,  με κάρφωνε με το βλέμμα και μού φυσούσε τον καπνό από το τσιγάρο στο πρόσωπο• ή με έφτυνε κατάμουτρα,  και με κατσάδιαζε,  με απειλούσε,  με έβριζε ή με κοροϊόδευε και με περιγελούσε,  κατά την όρεξή της.  Και άλλα πολλά,  που θα τά διηγηθώ σε επόμενα..  .  
Στ' αλήθεια με είχε κάνει δούλο της,  φιλιππινέζα της,  χαλί να με πατάει.  Με ταπείνωσε,  με ξευτέλισε,  μού έσπασε κάθε τσαμπουκά και απειθαρχία,  μού τσάκισε κάθε άλλη θέληση εκτός από το να τήν υπηρετώ.  Μού έμαθε τρόπους,  με έμαθε ποια είναι η αφέντρα,  η γυναίκα - γκομενάρα και θεά,  και ποια η δική μου θέση του δούλου: μόνο να τήν υπηρετώ,  να χαίρομαι,  να ερεθίζομαι και να χύνω όταν γινόμουν άξιος δούλος της,  άξιος να δείξει την εξουσία και την δύναμή της με όλη της την μεγαλοπρέπεια επάνω μου.
Κανά χρόνο όμως μόλις κράτησε αυτό (παραπάνω κι από αρκετό όμως..  .   ) Μετά χώρισε με τον θείο -ποτέ δεν έμαθα γιατί,  αλλά μια τέτοια γυναίκα ποιος θα μπορούσε να τήν κουμαντάρει- και δεν τήν ξαναείδα.  (Ψέματα είπα ότι δεν ξέρω γιατί χώρισε.  Χώρισε γιατί είχε εραστές,  και τό λέω γιατί τον έναν τόν είδα• τόν είδα και τόν γνώρισα,  όσο κι αν δεν θέλω να τό θυμάμαι.  Μού τόν γνώρισε αυτή,  δηλαδή,  η σκύλα,  και δεν τολμώ να πω τί κάνανε μπροστά μου,  και τί μού κάνανε..  .   )
Έναν χρόνο κράτησε λοιπόν αυτό,  αν όχι λιγότερο,  και πέρασε πολύς καιρός από τότε,  αλλά πάντοτε θυμάμαι το βλέμμα της να με ψαρώνει.  Κι από τότε,  όποτε βλέπω γυναίκα τά χάνω και νιώθω την δύναμή μου να παραλύει και θέλω να γονατίσω μπροστά της,  να σκύψω στο έδαφος και να φιλήσω τα πόδια της,  να με πατήσει κάτω,  όπως ταιριάζει σε γυναίκα αφέντρα και σ' εμενα τον δούλο της.  Η γυναίκα -η κάθε γυναίκα- με παραλύει και μόνο που με κοιτάζει ψαρώνω και κοκκινίζω,  και δεν έχω άλλη δύναμη και θέληση παρά για να κάνω ό, τι μπορώ για να μπορέσει να δείξει την θεϊκή γυναικεία εξουσία και δύναμή της επάνω μου.  Και ακόμα φέρνω στο μυαλό μου την θεία μου να με λιώνει στην παλάμη της εκείνη την πρώτη ημερα,  νιώθω να χάνομαι καθώς με σφίγγουν τα χυμώδη,  δυνατά της μπούτια και κωλομερια,  και χύνω καθώς το παίζω στην τουαλέτα.

Συνεχίζεται.  Επόμενα κεφάλαια: Τα καψόνια της εκπαίδευσης - Η φιλιππινέζα της θείας - Ο γκόμενος της θείας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου