Παρασκευή 11 Φεβρουαρίου 2022

ΧΑΜΕΝΗ ΣΤΗΝ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ

Δημοσιεύθηκε από hall@59

Πετούσα από Γερμανία για Κωνσταντινούπολη εγκλωβισμένη σε μια πτήση που με έφερνε σε πολύ  δυσάρεστη θέση μ’ αυτά που συνέβησαν πριν και μ’ αυτά που θα ακολουθούσαν μετά. 
Ας ξεκινήσω από τα πριν. Ζω και μένω στην Αθήνα κι είμαι μεταφράστρια-επιμελήτρια εκδόσεων. Συνεργάζομαι με πολλούς εκδότες σε Ελλάδα κι αλλού στον κόσμο κι εκτός των άλλων, με κορυφαίο οίκο με έδρα το Βερολίνο. Με αυτόν εντολέα και εργοδότη είχα επιμεληθεί την μετάφραση στην τουρκική ενός σπουδαίου επιστημονικού και πολιτιστικού γερμανικού συγγράμματος. Ο οίκος κι ο συγγραφέας λοιπόν επιθυμούσαν την παρουσία μου, μαζί με την απαίτηση του τούρκου χορηγού, χρηματοδότη της έκδοσης, στην παρουσίαση του έργου στην Πόλη. Εδώ ήταν και το πρόβλημα. Εγώ δεν ήθελα με τίποτα να μεταβώ στην Πόλη. Ο ατζέντης μου πίεζε, ο άντρας μου που ήξερε το πρόβλημα έλεγε να αρνηθώ κι εγώ ήμουν μετέωρη και προβληματισμένη. Γιατί; Γιατί δεν ήθελα να βρεθώ στην Πόλη από τότε που μας εκδίωξαν εμένα και την οικογένεια μου, βίαια τα χρόνια που ακολούθησαν τα γνωστά Σεπτεμβριανά. Εκεί γεννήθηκα όπως κι οι πρόγονοι μου. Έφυγα μικρή και δεν ήθελα να ξαναγυρίσω ποτέ. Τουρκικά έμαθα όπως κι άλλες έξι γλώσσες που μιλώ, διαβάζω, γράφω και μεταφράζω. Άλλωστε αυτή είναι η δουλειά μου. Στην Τουρκία πήγα 5-6 φορές αλλά στην Πόλη ποτέ. Δεν μπορούσα. Από την Πόλη είχα κρατήσει μόνο την εικόνα αποχαιρετισμού, θολή μέσα από δάκρυα, καθώς φεύγαμε προς την Ελλάδα πλέοντας στον Βόσπορο κι ακόμα ένα κόμπο στον λαιμό σε κάθε αναφορά του ονόματος της και μόνο. Έναν κόμπο που δεν λυνόταν με τίποτα. Αυτόν είχα και τώρα στο αεροπλάνο κατευθυνόμενη προς αυτή. Δυστυχώς είχα ενδώσει μετά την ρητή συμφωνία ότι θα παραστώ στην συνέντευξη, τύπου και στην παρουσίαση και πουθενά αλλού. Είχα αποφασίσει τον άλλο χρόνο να είμαι κλισμένη στο ξενοδοχείο χωρίς καμιά επαφή με χώρο κι ανθρώπους. Επίσης τις μετακινήσεις θα τις κάλυπτα με μαύρα γυαλιά για να κρύβουν τα κλειστά μάτια. 
Αυτή ήταν η απόφαση μου κι ήμουν προσηλωμένη κι αποφασισμένη σ’ αυτή. Άλλο όμως τι θέλω από τον χρόνο, εγώ κι άλλο τι αυτός κι η στιγμή σου φέρνουν. Πηγαίνοντας προς την πύλη αναχώρησης στο αεροδρόμιο Tegel του Βερολίνου η διερμηνέας της αποστολής έκανε μια μεγαλοπρεπή τούμπα με πιρουέτα και σπαγκάτο και την μαζέψανε με την ambulance. Εκείνη την στιγμή δεν υπήρχε άλλη λύση από το να αναλάβω εγώ το βάρος της διερμηνέως. Πέσανε όλοι πάνω μου με την υπόσχεση ότι θα βρουν διερμηνέα μόλις φτάσουμε. 
Στρεσαρισμένη τελείως με τις υποχρεώσεις, τις αναποδιές, τους εξαναγκασμούς και τα απρόοπτα αναζήτησα διέξοδο,  διαφυγή  κι επιλογή στο φλερτ. Αυτό ήταν πάντα το πιο ασφαλές καταφύγιο για να καταπολεμήσω το στρες και την αγωνία από μικρή ή έστω απ’ όταν συνειδητοποίησα την αγχολυτική και θεραπευτική του ιδιότητα στην εφηβεία. Αυτό δεν σήμαινε και δε σημαίνει ότι το φλερτ οδηγεί ή οδηγούσε πάντα στο κρεβάτι όπου το σεξ έρχεται να ολοκληρώσει την καταπραϋντική διαδικασία. Στην νεότητα, την ενήλικη ζωή και μέχρι το γάμο μου το σεξ και το κρεβάτι σαν συνέχεια του φλερτ ήταν σχεδόν αναπόφευκτο και επιδιωκόμενο μαζί. Το σεξ ήταν κι είναι για μένα αναζωογονητική δύναμη, η μεγαλύτερη, καθαρτήριο της ψυχής του μυαλού και του σώματος. Μετά τον γάμο και την μητρότητα σαν επιλογή άλλαξε μορφή αλλά δεν έχασε τίποτα από τις ιδιότητες και τις δυνάμεις που έχει. Κλονίστηκε μόνο όταν η ασθένεια του άντρα μου του έφερε μη αναστρέψιμη ανικανότητα σαν αντάλλαγμα επιβίωσης. Με την σιωπηρή του συμφωνία όμως επέτρεψε σιγά-σιγά να επανακάμψει σ’ έμενα η θέληση και η ανάγκη να συνεχίζω την απόλαυση της ερωτικής πράξης μ’ άλλους εραστές χωρίς να θίγω την αξιοπρέπεια κι να αμφισβητώ την αγάπη του.
Παγιδευμένη στο αεροπλάνο με σκέψεις και με καταστάσεις που με πίεζαν έψαχνα με τα μάτια να βρω βλέμμα να με μαγνητίσει, μορφή να με τραβήξει και διάθεση για να φλερτάρω. Σάρωνα τα πρόσωπα αλλά ανταπόκριση δεν έβρισκα. Δεν υπήρχε ενδιαφέρον τύπος ούτε διαθέσιμος στο σκάφος. Απογοητευτικά. Μια ζεστή ανδρική φωνή που μου ζητούσε να προχωρήσει στα αγγλικά, με τάραξε. Δεν είχα καταλάβει ότι ήμουν όρθια κι έκλινα τον διάδρομο. Ένας άντρας γύρω στα 40-45 χρόνια με μούσι κι γυαλιά μου χαμογέλασε. Παραμέρισα να περάσει κι έμεινα να τον κοιτώ. Κάθισε και τα μάτια μας ξανασυναντήθηκαν. Χαμογέλασε ξανά ενώ εγώ έδειχνα κεραυνόπληκτη. Κάθισα στη θέση και μόλις συνήλθα γύρισα το κεφάλι και το βλέμμα συναντήθηκε. Η επαφή πήγαινε καλά αλλά πλησιάζαμε στην Πόλη. Κάτι μου θύμιζε η φυσιογνωμία του αλλά δεν μπορούσα να θυμηθώ τι. 
Μ’ αυτά και μ’ αυτά είχα ξεχαστεί λίγο αλλά πατώντας στο έδαφος τα πράγματα έγιναν πολύ πιο δύσκολα. Πήγαμε στο ξενοδοχείο αλλά διερμηνέα της αποστολής δεν είχαν βρει παρά μόνο ξεναγό για τις προγραμματισμένες εκδηλώσεις κι έπρεπε να συνεισφέρω κι εγώ. Τρομοκρατήθηκα. Ευτυχώς μέναμε σε ξενοδοχείο που θα γινόταν κι η συνέντευξη τύπου, στην περιοχή Ζεϊτινμπουρνου, μακριά από το κέντρο και την περιοχή που γεννήθηκα και γνώριζα. Ούτε η περιήγηση της πρώτης μέρας περιλάμβανε την κρίσιμη για μένα περιοχή όμως ο κόμπος ήταν παρών και έντονος. Ανεβαίνοντας στο πούλμαν τον είδα να κάθεται στο δεύτερο κάθισμα να με κοιτά και να μου χαμογελά. Χαμογέλασα κι εγώ και χαιρέτησα κουνώντας ελαφρά το κεφάλι. «Θα έχει μέλλον αυτή η ιστορία» σκέφτηκα αφού ήταν μέλος της αποστολής. Πρέπει να τον είχα δει στις ετοιμασίες στο Βερολίνο αλλά δεν τον πρόσεξα. Ξεκινήσαμε. Κάθε φορά που τα βλέμματα μας συναντιότανε, καθώς εγώ συμπλήρωνα την ξεναγό,  με περνούσε ηλεκτρικό ρεύμα. Όταν γυρίσαμε στο ξενοδοχείο για βραδινό φαγητό τον είδα στο βάθος παρέα με τους χρηματοδότες και τους ατζέντηδες. Εγώ ήμουνα με τους ανθρώπους της έκδοσης. Δεν ήξερα γλώσσα, εθνικότατα και τι ρόλο έπαιζε στην αποστολή.  Μετά το δείπνο πήγα προς το μπαρ μήπως και φανεί. Μάταια. Ήπια το ποτό μου και πήρα στο ασανσέρ να ανέβω στο δωμάτιο. Λίγο πριν κλείσει η πόρτα ένα χέρι μπήκε στην χαραμάδα και την εμπόδισε. Η πόρτα ξανάνοιξε και παρουσιάστηκε η φιγούρα του γελαστή να με ρωτά στα γερμανικά.
-Μπορούμε να πιούμε ένα ποτό στο μπαρ της οροφής; 
Η πόρτα έκλεισε, το ασανσέρ ξεκίνησε, τα μάτια μας έμειναν επάλληλα χωρίς να κινούνται, οι ανάσες μας ανέβαιναν. Είμαστε μόνοι. Τότε τα χείλη μας ενώθηκαν απότομα σ’ ένα φιλί αρπαχτικό, διεκδικητικό κι ατελείωτο. Δεν ξέρω ποιος όρμησε πρώτος, ήμουν εγώ ήταν αυτός δεν έχει σημασία. Φιλιόμαστε λες κι ήθελε να πάρει ή να κόψει ο καλύτερα κάτι ο ένας απ' τον άλλον. Ξεκινήσαμε και τα χάδια αλλά μας σταμάτησε το κουδούνι του ασανσέρ που έφτασε στον όροφο. Βγήκαμε και χωθήκαμε στο δωμάτιο μου. Δεν προχωρήσαμε καν μέσα, εκεί στο διάδρομο συνεχίσαμε το φιλί πετώντας ο ένας τα ρούχα του άλλου. Θαύμασα το σώμα του ήταν πιο μυώδες απ' ότι υπολόγιζα αρχικά. Κι εγώ όμως είχα να του δείξω ένα κορμί που παρά την ηλικία του διατηρούσε σφρίγος, ζωηράδα, καμπύλες και κίνηση πολύ μεγαλύτερη απ ότι θα περίμενε κάνεις βλέποντας ταυτότητα. Έδειχνα πανθομολογουμένως νεότερη αλλά αισθανόμουν κι έτσι. Δεν βλέπαμε ούτε συλλογιόμαστε αυτά μέσα στην δίνη ενός πάθους που μας είχε κυριεύσει και τους δύο. Φιλούσα και χάιδευα το στόμα, τον λαιμό, τους μυς και το στήθος σαν διψασμένη σ' έρημο που βρήκε νερό κι αυτός ψαχούλευε το σώμα μου, έκανε χτένι στα μαλλιά τα χέρια και τα δάχτυλα του, βουτούσε στον κόρφο μου και ρουφούσε τις ρώγες των βυζιών μου. Το χέρι μου έφτασε πιο χαμηλά από τις λαγόνες και τους γλουτούς του κι ακούμπησε το καυλί του. Τινάχτηκα. Μια μελιτζάνα κρεμασμένη στα σκέλια του ήταν!!!! Προσπάθησα να την πιάσω, να την μαλάξω και να γλιστρήσω να την δω και να την πάρω στο στόμα μου αλλά δεν μ' άφησε. Με σήκωσε στα χέρια, με κόλλησε στον τοίχο, και με μια κίνηση έστησε το θηρίο του στο μουνί κι άρχισε την διείσδυση. ΄Μου κόπηκε η ανάσα. Παρόλο που ήμουνα υγρή αυτό το πράγμα έμπαινε μέσα μου σαν παγοθραυστικό. Προχωρούσε και κατακτούσε κάθε ίντσα του κόλπου μου μέχρι που μπούκωσα τελείως. Φιλιόμαστε λυσσαλέα. Δεν ξέρω αν μπήκε όλο μέσα μου, ξέρω ότι κατάκτησε κάθε χιλιοστό του μουνιού μου κυριολεκτικά. Σφηνωμένη, μεταξύ τοίχου και του σώματος σήκωσα τα πόδια κι αγκάλιασα το κορμί του για να γευτώ την γλύκα ολοκληρωτικά. Έχυσα. Όταν άρχισε να το κουνάει μέσα μου μ' ένα ρυθμό αργό κι ασυνήθιστο που σε κάτι μου έμοιαζε αλλά δεν ήξερα τι, ξανάχυσα.  Έτσι αγκαλιασμένη, τυλιγμένη θα ‘λεγα με το σώμα του με πήγε στο κρεβάτι και συνέχισε. Ξαφνικά βγήκε από μέσα μου κι έχυσε στην κοιλιά μου. Σαν να βγήκε τάπα από μποτίλια αισθάνθηκα και τα υγρά του γεμίσανε, κοιλιά, μπούτια, στήθος μέχρι και στο πρόσωπο φτάσανε. Συνέχισε να με φιλάει μέχρι που ξεγλίστρησα, έπεσα στα γόνατα και του τον πήρα στο στόμα. Απίθανος πούτσος, δεν χόρταινα να τον πιπιλάω καθώς μαλάκωνε από το χύσιμο. Δεν κράτησε πολύ γιατί πήρε ξανά μπρος να καυλώνει. Με σήκωσε έβαλε καπότα και μου τον ξανάχωσε. Τότε κατάλαβα ότι πριν δεν φορούσε καπότα κι ήταν άλλη η αίσθηση. Με μια κίνηση τον έβγαλα από μέσα μου και τον ξεγύμνωσα κι ύστερα τον άφησα να με μπουκώσει πάλι. Πάλι με σκέπασε με το σώμα, τα φιλιά και τα χέρια του. Φαίνεται δεν του άρεσε η επαφή σημείου αλλά η ολοσωματική. Άνοιξα τα πόδια μου στον ουρανό για να τον πάρω όσο πιο βαθιά μέσα μου μπορούσα. Τα νεύρα μου τεντώθηκαν. Οι μυς μου επίσης και το κεφάλι μου έπεσε κάτω από το κρεβάτι από την ένταση και την ηδονή. Αυτός τα ίδια φιλούσε τον λαιμό μου και με πηδούσε, φιλούσε τους ώμους μου και με πηδούσε, φιλούσε τα στήθη μου και με πηδούσε  μ’ αυτόν το περίεργα γνωστό κι άγνωστο ρυθμό. Οι σάρκες μου έτρεμαν σαν τους κάβους και τα σχοινιά πλοίου σε τρικυμία. Τεντωθήκαμε μαζί, συσπαστήκαμε μαζί και χύναμε μαζί. Πήγε να βγει από μέσα μου αλλά κάρφωσα τα νύχια μου στην πλάτη του μαζί με το ουρλιαχτό μου «Μείνεεεε…..»
Έμεινα ξερή κι αποσβολωμένη από την ένταση κι αποκοιμήθηκα. Όταν ξύπνησα δεν ήταν εκεί. Πρόσεξα ένα origami σε σχήμα πεταλούδας που έγραφε πάνω του «Ήταν όνειρο που θα ‘θελα να συνεχιστεί αν συμφωνείς. Emre». Χαμογέλασα. Τουλάχιστον έμαθα το όνομα του. Ετοιμάστηκα και κατέβηκα για πρωινό γιατί στις 11πμ ήταν η συνέντευξη τύπου. Κάθισα με δυο κοπέλες από το γραφείο στο Βερολίνο. Τον είδα στο βάθος της αίθουσας με τον εκδότη και τον χορηγό. Μου χαμογέλασε διακριτικά κι ανταποκρίθηκα. Τώρα ήξερα το όνομα του αλλά δεν ήξερα την εθνικότητα, τη γλώσσα και την ιδιότητα του στην αποστολή. Θυμήθηκα ότι την περασμένη νύχτα μέσα στην κορύφωση της ηδονής, την σύγχυση και την ταραχή των στιγμών μιλούσε τούρκικα ενώ εγώ ελληνικά. Όταν τα λογικά χάνονται επιστρέφουμε στις γενέθλιες βάσεις, τάξεις κι αναφορές. Πρέπει λοιπόν να είναι Τούρκος και τον λένε Emre. Τα άλλα ήταν ακόμη προς διερεύνηση κι εξακρίβωση. Θα βλέπαμε, υπήρχε ακόμα χρόνος. Ήμουν χαρούμενη, ζωντανή και ευδιάθετη. Α! και πεινούσα πολύ. Είχα σιγουριά κι αυτοπεποίθηση για την συνέντευξη και δεν με απασχολούσε τίποτα. Ως εδώ καλά μέχρι που με πλησίασε ο ατζέντης μου με μ’ ένα άνθρωπο της έκδοσης για να μου πουν ότι μετά την συνέντευξη θα ακολουθήσει από την μαρίνα του ξενοδοχείου ταξίδι στην Πρίγκηπο. Από εκεί και μετά την περιήγηση όσοι θέλουν θα διασκεδάσουν σε κέντρο παραδοσιακής μουσικής αποβιβαζόμενοι στο Kabata κι οι άλλοι θα επίστρεφαν στο ξενοδοχείο. Έπρεπε να ακολουθήσω τουλάχιστον το ταξίδι στην Πρίγκηπο γιατί δεν είχαν βρει ακόμη διερμηνέα. Τα έχασα. Δεν μπορούσα να αρνηθώ δεν μπορούσα και να πάω. Δεν άντεχα να δω τα Πριγκιποννήσια κι ας μην είχα πάει ποτέ. Δεν άντεχα να δω την Πόλη από κει. Δεν άντεχα να επαναλάβω την σκηνή του ξεριζωμού ξανά. Ήμουν στριμωγμένη. Ήμουν σε αδιέξοδο. Ψέλλισα ότι είμαι κουρασμένη, ότι πρέπει να ετοιμαστώ για την αυριανή παρουσίαση, ότι με είχαν διαβεβαιώσει ότι δεν θα συμμετείχα σ’ αυτά, αλλά τίποτα δεν έπιασε. Που να τους πω το δράμα μου και πώς να το καταλάβουν Τούρκοι και Γερμανοί μαζί; Αποφάσισα να επικεντρωθώ στην συνέντευξη και μετά θα έβρισκα κάτι για να αποφύγω τον όλεθρο. Να ουρλιάξω, να φωνάξω, να τσακωθώ, να αρρωστήσω, να πνιγώ στην μπανιερά, να πέσω από τις σκάλες, να πέσω στη θάλασσα από το πλοίο, κάτι θα έβρισκα. Απέκτησα την αυτοκυριαρχία μου και μπήκα στην αίθουσα της συνέντευξης σίγουρη κι αποφασισμένη να πάνε όλα καλά. Υπήρχε πολύς κόσμος. Δεν τον περιμέναμε τόσο κόσμο, τουλάχιστον εγώ. Ο διευθύνων της συνέντευξης  κάλεσε στο πάνελ δυο καθηγητές-σχολιαστές, τον εκδότη, εκπρόσωπο του συγγραφέα που δεν ήταν παρόν, την μεταφράστρια δηλαδή εμένα, και τον χορηγό της έκδοσης με τον υπεύθυνο του. Εκεί έφαγα την πρώτη έκπληξη. Ήταν ο  Emre!!!! Κάθισε δίπλα μου όχι κατ’ επιλογή αλλά από την τοποθέτηση που είχαν κάνει οι διοργανωτές. Εκεί έφαγα την δεύτερη έκπληξη. Όταν δόθηκε ο λόγος στον Emre τον άκουσα να μιλά, άκουσα την φωνή του, με τρέλανε απόλυτα. Είχε μια φωνή ζεστή, αργή, υγρή, διευκρινιστική, με άριστη άρθρωση. Χειριζόταν την γερμανική άψογα όπως βέβαια και την τουρκική. Τώρα που τον έβλεπα θυμήθηκα σε ποιον μου έμοιαζε. Έμοιαζε με τον El Professore στο Lacasa del Papel αλλά ποιο αρρενωπός, πιο μυώδης και πιο ψηλός. Όπως φάνηκε ότι δεν ήταν ο οποιοσδήποτε υπάλληλος ή συνεργάτης, ήταν ο υπεύθυνος του τουρκικού οίκου που ήταν χορηγός και συνεκδότης μαζί με τον γερμανικό κολοσσό. Σχεδίαζαν να μεταφράσουν μεγάλα ευρωπαϊκά έργα στην τουρκική γλώσσα αλλά και τούρκικά έργα σε τέσσερεις γλώσσες γερμανικά, αγγλικά, ισπανικά και ρώσικα.  Δεν ήταν μόνο ο υπεύθυνος αλλά ο ανιψιός του βασικού μετόχου και κληρονόμος του. Δηλαδή ο Α2. Εκεί έφαγα και την τρίτη έκπληξη. Από ένα σημείο και μετά κι απ’ όταν όλα πήγαιναν καλά και το άγχος είχε υποχωρήσει η παρουσία του, δίπλα μου άρχιζε να με ερεθίζει. Η συνέντευξη πήγε πολύ καλά, εξαιρετικά θα έλεγα, απαντήσαμε σ’ ότι ερωτήματα τέθηκαν κα λύσαμε όλες τις απορίες. Φεύγοντας μου έπιασε ελαφρά το χέρι και χαμογέλασε. Ανταπέδωσα. Αυτό ήταν υπόσχεση ότι δεν είχαμε τελειώσει. 
Το μυαλό μου γύρισε ξαφνικά όταν ανέφεραν την εκδρομή στα Πριγκιποννήσια, την είχα ξεχάσει όπως και την όποιαν προσπάθεια αποφυγής της. Δεν ήξερα τι να κάνω, δεν ήξερα τι να αποφασίσω όταν ανακοίνωσαν ότι η εκδρομή αναβάλλεται λόγω καιρού κι όποιος θέλει θα μεταβεί στην αγορά του Πέραν κι αργότερα θα πάνε στο κέντρο διασκέδασης. Ανάσανα. Το πούσι του Βοσπόρου είχε λύσει τα προβλήματα μου. Αυτό σήμαινε ότι ήμουν ελεύθερη. Μίλησα λίγο εκεί με τον κόσμο, τον ατζέντη μου κι άλλους κι έφυγα για το δωμάτιο μου να ετοιμαστώ για την αυριανή παρουσίαση στο Πανεπιστήμιο του Cerrah Pasha. Στην ουσία ήθελα να ηρεμίσω από την ψυχική ταραχή που πέρασα. Έκανα ένα μπάνιο, φόρεσα κατάσαρκα ένα μαύρο καφτάνι βεδουίνων που είχα πάρει από το Μαρόκο παλιά  και μου θύμιζε ωραίες μέρες με τον άντρα μου και καυτές στιγμές. Έβαλα κι ένα ποτήρι κρασί, κάθισα σ’ ένα όντα με μαξιλάρια που είχε μπρος το παράθυρο κι άνοιξα για πρώτη φορά τα στόρια να δω την Θάλασσα του Μαρμαρά όχι βέβαια προς την Πόλη αλλά προς τα νοτιοδυτικά προς το νησί Ιρμαλί και την Μπαντριρμά. Δεν έβλεπα βέβαια ίσαμε εκεί, ούτε και καμιά στεριά, γιατί είχε ομίχλη. Μέχρι την μαρίνα μπρος το ξενοδοχείο έβλεπα και λίγο θάλασσα. Έπινα κι έβλεπα ώσπου το μάτι μου ξέμεινε στο κυματισμό του Βοσπόρου. Το ακολούθησα και ταράχτηκα. Ήταν ο ρυθμός που με γαμούσε ο Emre. Καύλωσα. Χάιδεψα ο μουνάκι μου και καύλωσα περισσότερο. Πήρα μια μαξιάρα και την έχωσα στα σκέλια για να τριφτώ και να χύσω. Ανέβαινα, πιάνοντας τα κόκκινα όρια όταν χτύπησε ελαφρά η πόρτα. Σταμάτησα μήπως ήταν λάθος αλλά ξανάκουσα το ίδιο χτύπημα. Άνοιξα και πρόβαλε το κεφάλι του Emre με χαμόγελο στα χείλη και κόκκινο κρασί στα χέρια να ρωτά «Να το πιούμε αυτό, στο κάτω, στο πάνω μπαρ ή αλλού;»
Δε μίλησα τον βούτηξα από τα ρούχα τον έβαλα μέσα κι άρχισα να τον φιλώ. Τώρα θα τον γαμούσα εγώ. Άρχισα να τον γδύνω, αυτός είχε μόνο ρούχα εγώ ένα καφτάνι φορούσα που νε μια κίνηση άφησε όλη την γύμνια μου να φανεί. Φιλιόμαστε και χαϊδευόμαστε παθιασμένα. Με σήκωσε για να με καρφώσει στο καυλί του αλλά εγώ του ξέφυγα. Ήθελα να κάνω εγώ παιχνίδι. Ήθελα να είμαι εγώ η ενεργητική. Ήθελα να του εξερευνήσω και να ξεσηκώσω την πίσω του πλευρά. Όχι δεν ήθελα την σούφρα του δεν μ’ ενδιέφερε. Ήθελα να προκαλέσω και να ερεθίσω την σκοτεινή πλευρά της σελήνης τους. Οι άντρες συνήθως ξέρουν και συμμετέχουν στο σεξ με τις ερωτικές περιοχές της μπροστινής τους πλευράς στήθη, πούτσο, χείλη αρχίδια χέρια κλπ. Δεν βάζουν ποτέ στο παιχνίδι τις περιοχές  πίσω τους πλευράς ή το αγνοούν ή το φοβούνται. Όμως η πίσω όψη είναι γεμάτη ερωτογενείς ζώνες και σημεία που μπορούν να τους δώσουν αξεπέραστη ηδονή. Ο εραστής μου ήθελε τα τετράμηνα αλλά εγώ ήμουν αποφασισμένη για την αποκάλυψη. Έγινε ‘μάχη’ και τελικά βρέθηκε μπρούμυτα στο κρεβάτι μ’ έμενα να τα έχω απλώσει όλο μου το γυμνό μου κορμί στην ράχη του, τα του φιλώ τον λαιμό πίσω από το αυτί και να κατεβαίνω. Να φιλώ, να γλείφω και να δαγκώνω ελαφρά τους μυς, τον λαιμό, τους ώμους, τις πλάτες, τα πλευρά και να τρέχω την γλώσσα μου σ’ έναν, έναν τους σπονδύλους της ραχοκοκαλιάς του μέχρι την χαράδρα του κώλου του. Ανατρίχιασε. Το ξανάκανα αντίστροφα μέχρι το αυτί ανατρίχιασε και πάλι. Έστρεψα το σώμα μου να κοιτώ προς τα πόδια και το έσυρα πάνω του. Τα χείλια μου άγγιξαν τους γλουτούς του και κατέβηκαν προς τα κάτω μέχρι την πτέρνα. Η γλώσσα μου έπαιζε παιχνίδι με τους μυς του. Ανέβαινε, από τον αχίλλειο, στην γάμπα, στην λακκούβα πίσω από το γόνατο, τον μηρό και μετά στο άλλο πόδι. Έτρεμε. Έβαλα το χέρι από πίσω και χούφτωσα τον πούτσο του που ήταν έτοιμος να σκάσει. Τον μάλαξα και τον άρμεγα σαν τα μαστάρια της γελάδας γλείφοντας και φιλώντας το εσωτερικό των μηρών χωρίς να ακουμπώ το καυλί ή τ’ αρχίδια. Υπάρχει μία περιοχή από εκεί που τελειώνει η σακούλα των αρχιδιών μέχρι την σούφρα. Μικρή αλλά όλοι οι άντρες τρελαίνονται αν τους την γλύψεις. Μπούκωσα με τα αρχίδια του κι ύστερα κατέβηκα σ’ αυτήν την περιοχή και την έπαιξα με την γλώσσα. Έχυσε στο χέρι με σπασμούς και βογγητά. Μόλις συνήλθε και πήρε ανάσες όρμησε να με γαμήσει θέλοντας να ανταποδώσει την  ηδονή. Αφέθηκα παθητικά να με κάνει ότι ήθελε. Με πηδούσε μανιασμένα. Όχι δεν με πηδούσε σαν κομπρεσέρ, δεν με πηδούσε σαν να ήθελε να με λιώσει. Με τον ίδιο ρυθμό με πηδούσε, τον ρυθμό του Βοσπόρου, αλλά με πηδούσε σαν κάτι να ήθελε να αποδείξει, να ανταγωνιστεί, να ξεπεράσει, να δώσει κάτι απ’ ότι του είχε δοθεί.  Με πηδούσε αλλάζοντας στάσεις, κατευθύνσεις και χώρους. Με πήδηξε στο κρεβάτι, στο πάτωμα, στο μπάνιο, στον οντά. Με πήδηξε, ανάσκελα, μπρούμυτα, καθιστά, όρθια και πλαγιαστά μέχρι που δεν άντεχα ούτε εγώ ούτε αυτός τις κορυφώσεις, τους οργασμούς και τις εκσπερματώσεις. 
Ξύπνησα μόλις που πήρε να χαράζει. Τον είδα σκυμμένο στο μικρό γραφειάκι απέναντι και πλάι να ασχολείται με την χαρτοδιπλωτική. Έφτιαχνε ένα καινούριο origami. «Μη γράψεις κάτι πάνω του, το χαλάς» είπα και πλησίασα. Τον φίλησα στον λαιμό και την πλάτη από πίσω. Πράγματι έφτιαχνε, με μπλέ χαρτί, ένα origami σαν πουλί. Ήξερε την τέχνη καλά και την χειριζόταν με μεγάλη ακρίβεια και λεπτότητα. Τον καβάλησα και κάθισα ανάμεσα σ’ αυτόν και το έργο του. Συνέχισα να τον φιλώ στο στόμα πια. Γρήγορα κατάλαβα ότι το τέρας ξύπνησε και πολιορκούσε να περάσει από την πύλη στα βάθη. Ανασηκώθηκα και τον πήρα. Τα κορμιά άναψαν ξαφνικά κι απότομα σαν φλόγα. Κολλούσαμε κι απομακρυνόμαστε σαν τα στάχια που τα στάχια που τα φυσά ο άνεμος. Έκανα το κορμί μου τόξο και γέφυρα προς τα πίσω και δέχτηκα τα υγρά του με ορμή κι έσμιξαν με τα δικά μου. Μόλις πήραμε ανάσες χωρίσαμε γιατί αν μπαίναμε στο μπάνιο μαζί θα χάναμε την παρουσίαση. Τον είδα στο πρωινό και στο πούλμαν για το Πανεπιστήμιο. Κάθισε δίπλα μου και μιλούσαμε για την παρουσίαση. Επιφανειακά, υπόγεια βράζαμε. Η παρουσίαση ήταν ζόρική. Ήταν πιο δύσκολα από την συνέντευξη τύπου γιατί είχαμε να κάνουμε με καθηγητές και εμπειρογνώμονες τόσο της έκδοσης όσο και του περιεχομένου του συγγράμματος. Τελικά όλα πήγαν καλά και κερδίσαμε ένα δύσκολο κοινό. Εκεί που δεχόμασταν χαιρετούρες και συγχαρητήρια με πλησίασε και μου ψιθύρισε στο αυτί. «Λάμπεις, ήσουν καταπληκτική». Χαμογέλασα. Γρήγορα όμως με έπιασε μεγάλη αναταραχή και θλίψη. Υπήρξε πρόταση κι έγινε δεκτή να γευματίσει όλη η αποστολή με τους τούρκους συνεργάτες σε φημισμένο restaurant απέναντι από την γέφυρα του Γαλατά. Προφασίστηκα ασθένεια κι έφυγα για το ξενοδοχείο με ταξί. Παρά τις πιέσεις και του Emre έμεινα ανένδοτη. Ούτε να με συνοδεύσουν δέχτηκα. Τους άφησα με την απορία της στάσης μου. Τι να τους εξηγήσω και τι να καταλάβουν δηλαδή; Ότι μου είναι αδύνατο τα γευματίζω απέναντι από την γη και την γειτονιά που γεννήθηκα και με ξερίζωσαν άδικα κι αναίτια πολιτικοί και πολιτικές;  Τσάμπα κόμπος. Έφαγα στο ξενοδοχείο, κοιμήθηκα και στην τελική συνάντηση στης εκδοτικής ομάδας στις 7:30 μμ, ήμουνα παρούσα και σε καλή κατάσταση. Η σύσκεψη κράτησε κανένα δίωρο και τελείωσε αφήνοντας μας ελεύθερους να αναχωρήσουμε για τους προορισμούς. Εγώ θα πετούσα την επομένη για Βερολίνο να μείνω στην κόρη μου που σπούδαζε εκεί 2-3 μέρες και μετά θα πήγαινα Αθήνα. Φεύγοντας κάποια στιγμή με πλησίασε ο Emre 
«Πάμε έξω για κανένα ποτό ή θα μας αφήσεις όπως το μεσημέρι»
Ήμουν κοντά στο ασανσέρ. Τον βούτηξα τον έχωσα μέσα κι έκλεισε η πόρτα. Του όρμησα όχι για να το πηδήξω. Έβαλα το ένα χέρι στο πέτο του και με το άλλο δείχνοντας είπα.
«Εκεί που φάγατε γεννήθηκα. Εκεί σκοτώσαν τα παιδικά μου, με ‘διωξαν και ξερίζωσαν εμένα και την φαμίλια μου και θέλατε να τρώγω απέναντι; Ο Χέρμπερτ (εκδότης) κι ο θείος σου, είχαν υποσχεθεί με λόγο ότι θα έπαιρνα μέρος μόνο στην συνέντευξη και στην παρουσίαση κι όχι σε δείπνα, περιηγήσεις και γεύματα. Με πούλησαν. Πόσο άλλο θα κάνω την μαϊμού;»
Ήμουν θυμωμένη φανερά και δεν το έκρυβα. Αυτός ήταν αποσβολωμένος. Σήκωσε τα χέρια ψηλά σαν να παραδινόταν και ψέλλισε ήξεραν. 
«Respect…. Συγνώμη δεν ήξερα, εγώ είπα να πάμε για ποτό οι δυο μας…»
«Δεν θέλω ούτε ποτό ούτε φαί, ούτε πήδημα. Ναργιλέ θα θελα για να χαθώ και να λουφάξω στην συννεφιά του».
Δεν το είπα στα σοβαρά αλλά για να μου φύγει ο θυμός κι η πίκρα. Αυτός όμως με έπιασε απαλά από το χέρι κι είπε παρακλητικά
«Ξέρω ένα τέτοιο μέρος μακριά από το κέντρο, από την  άλλη μεριά πάμε;»
Ο θυμός κάλμαρε και συναίνεσα. Σε λίγο μπαίναμε σ’ ένα περίεργο μέρος με καπνούς, κόσμο αμίλητο, χαμηλά φώτα κι υπόκωφη μουσική της ανατολής. Εμείς περάσαμε μετά από συνεννόηση του Emre σ’ ένα δωμάτιο με κουρτίνες, σοφράδες και μαξιλάρες παντού. Prive ήταν όπως μου εξήγησε και θα μας ενοχλήσει κανείς. Παράγγελλε δυο ναργιλέδες κι ο ατρικλίνης μας τους έφερε. Με τις πρώτες 2-3 ρουφηξιές καλμάρισα. Παραμέρισαν οι εντάσεις, η κούραση και τα ψυχοπλακώματα. Σε λίγο χαζολογούσαμε και παίζαμε με τις μπουρμπουλήθρες και τα μαρκούτσια. Μου έδινε οδηγίες και συμβουλές πως να το χρησιμοποιώ κι εγώ τον έλεγα γιούζμπαση. Η ατμόσφαιρα έγινε ερωτική κι αισθησιακή. Έπαιρνα το μαρκούτσι στο στόμα, άφηνα υπονοούμενα κι άρχισα να χαϊδεύομαι προκαλώντας τον. Αρχίσαμε τα φιλιά και τα χαμουρέματα και βρέθηκα να φουμάρω και να τον ρουφάω ταυτόχρονα, όχι το μαρκούτσι αλλά τον πούτσο. Με πηδούσε και ρουφούσα, με πηδούσε και ρουφούσε από το δικό μου μαρκούτσι. Ξεφύγαμε. Με φιλούσε στον λαιμό, το μπούστο, τις ρώγες, την κοιλιά, τις λαγόνες κι εγώ φούμαρα. Ξαφνικά έσκυψε και φίλησε μανιασμένα το μουνί. Το έγλυψε κι έχωσε την γλώσσα του μέσα. Τρελάθηκα γιατί δεν το περίμενα, γιατί το έκανε τέλεια, γιατί ήταν αφύσικο για Τούρκο, γιατι με τελείωσε. Χαθήκαμε, στις ηδονές και τις απολαύσεις.
Ξύπνησα πότογμα και ταραγμένα. Ήμουνα στο ξενοδοχείο κι o Emre κοιμόταν δίπλα μου μπροούμυτα κι ασάλευτα. Μόνο η αναπνοή του ακουγόταν ελαφρά. Σηκώθηκα μάζεψα γρήγορα κι ήσυχα τα πράγματα μου κι έφυγα για το αεροδρόμιο. Πετούσα για Βερολίνο το απόγευμα αλλά έφευγα. Εξακολουθούσα να είμαι τρομοκρατημένη. Στο αεροδρόμιο βρήκα μια πτήση για Βουδαπέστη που έφευγε σε λίγο άλλαξα το εισιτήριο μου με χασούρα και την πήρα. Ήθελα να απομακρυνθώ και να φύγω το συντομότερο. Ήθελα να φύγω μακριά από τα τραύματα και τα συναισθήματα που μου προκαλούσε ο τόπος. Ήθελα να φύγω και να απομακρυνθώ από μια σχέση που από σαρκική μπολιαζόταν με χρώμα, οσμή, αρώματα και συναίσθημα. Μια σχέση που έβαζε την οικογενειακή μου γαλήνη και την ψυχική μου ισορροπία σε δίλλημα κι αμφισβήτηση. Τρομοκρατήθηκα γιατί το μέλι μπορεί να γίνει χειρότερο απ' το δηλητήριο. Πριν βάλω το κινητό σε λειτουργία πτήσης έστειλα μήνυμα στον ατζέντη μου που τον παρακαλούσα εκ μέρους να ζητήσει συγνώμη γι αυτήν μου την φυγή. Σοβαροί κι έκτακτοι οικογενιακοί λόγοι ήταν η δικαιολογία. Στην Βουδαπέστη καθόμουν σε μπαρ μιας κι είχα πολλές ώρες για να πετάξω για Αθήνα. Οι δικοί μου ήξεραν την αλλάγη του προγραμμάτος, τον τοπο που βρισκόμουνα αλλά δεν ήξεραν τον χρόνο επιστροφής. Ούτε το λόγο ήξεραν γιατί ήταν κρυμένος πίσω από την γενικότητα, δουλειά. Τι να πω δηλαδή και πως να βαλω τάξη στην αναστάτωση. Τον φόβο να παραδεχτώ μια ικανοποιηση που μπορεί και να έφερνε την καταστροφή. Αυτή την σπίθα έπρεπε να την καταστρέψω πρώτη εγώ, να την ψευτίσω να την εκχυδαίσω. Η πουτανιά του σώματος έπρεπε να προστατέψει το ανακάτεμα και την αμφιβολία της ψυχής. Έτσι την έπεσα στην ψύχρα σε 2-3 νεαρούς γύρω στα 25 χρόνια, που κάθονταν πλάι μου και φύγαμε για ένα ξενοδοχείο εκεί δίπλα. Τελικά ήταν τέσσερεις. Επί έξι περίπου ώρες πε πηδούσανε με όλους τους τρόπους και σ’ όλες τις στάσεις. Δεν λέω ότι δεν ήξερα αυτές τις μορφές και τους τρόπους όχι στην διάρκεια του έγγαμου βίου αλλά πριν, πρέπει όμως να ομολογήσω ότι δυο επιβήτορες ταυτόχρονοι στην πίσω τρύπα δεν τους είχα ξαναδεχτεί. Κάποια στιγμή ήταν κι τέσσερεις μέσα μου μπροστά, πίσω πάνω. Τα υγρά μας ρέανε χωρίς φειδώ κι εγκράτεια. Με λιώσανε κυριολεκτικά για να μου πετάξουν μακριά τις αμφιβολίες και τις σκέψεις. Δεν μπορούσα να σταθώ στα πόδια μου από το καταχτύπι. Δεν μπορούσα να μιλήσω από τα συνεχόμενα τσιμπουκολάρυγγα. Η μια μου μασέλα τράβαγε στην Δύση κι άλλη στην Ανατολή. Δεν μπορούσα να καθίσω από το ατελείωτο ξεκώλιασμα. Σύρθηκα για να φτάσω μέχρι το αεροπλάνο για Αθήνα. Ευτυχώς με βοήθησαν κι νεαροί. Ήταν τζέντλεμαν. Όταν έφτασα τελικά στον προορισμό μου πήγα στο Sofitel κι έμεινα δυο μέρες πριν παρουσιαστώ στον άντρα μου και κουρνιάσω στην αγκαλιά του. Στην κόρη μου στο Βερολίνο θα πάω τον επόμενο μήνα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου