Παρασκευή 11 Φεβρουαρίου 2022

ΜΕΤΑΞΥ ΦΑΝΤΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ

Δημοσιεύθηκε από xrayman

Έχουν περάσει σχεδόν δύο μήνες από εκείνη τη μέρα κι ακόμη αδυνατούμε να ξεκαθαρίσουμε τι απ’ όλα αυτά που ζήσαμε ήταν πραγματικότητα και τι φαντασία. 
Ήταν οι πρώτες μέρες του Νοεμβρίου όταν βρήκαμε δύο θέσεις σε μια τουριστική εκδρομή που αντέχαμε οικονομικά να επισκεφτούμε για τέσσερεις μέρες την Πόλη. Είμαστε ένα ώριμο ζευγάρι που έχουμε βγει πρόσφατα στην σύνταξη, σοβαρές υποχρεώσεις δεν έχουμε μιας και τα παιδιά μας έχουν τις δικές τους ζωές οπότε αυτές οι μικρές αποδράσεις μας ευχαριστούν και μας ανανεώνουν. Λόγω οικονομικής εκδρομής οι πτήσεις δεν θα ήταν απ’ ευθείας αλλά δια μέσω μιας βαλκανικής πρωτεύουσας πρώτα που ήταν η έδρα της αεροπορικής εταιρίας κι από εκεί στην Πόλη. 
Κατά την αναχώρηση ξεκινήσαμε πρωί από Αθήνα και φτάσαμε στην Πόλη λίγο μετά το μεσημέρι. Κουραστικό λίγο το ταξίδι αλλά τι να κάνουμε η σύνταξη δεν επέτρεπε πολυτέλειες. Φτάσαμε στο ξενοδοχείο το οποίο βρισκόταν κοντά στην πλατεία Ταξίμ και ευτυχώς ήταν καλό. 
Την επόμενη ξεκίνησε η περιήγηση. Δεν ήταν η πρώτη φορά στην Πόλη, την είχαμε επισπευτεί και παλιότερα με τα παιδιά όταν ήταν γυμνάσιο, αλλά πάντα η Πόλη σε ενθουσιάζει. Οι μέρες στην Πόλη πέρασαν καταπληκτικά χωρίς απρόοπτα από το πρακτορείο ταξιδίου και φτάσαμε στην τελευταία νύχτα πριν την αναχώρηση. Την επομένη θα πετούσαμε πάλι μέσω της βαλκανικής πρωτεύουσας στην Αθήνα. Το πρακτορείο για το τέλος είχε διασκέδαση προαιρετικά σε νυχτερινό κέντρο με οριεντάλ μουσική, ανατολίτικους χορούς και τραγούδια. Αν και κουρασμένοι είπαμε να μη το χάσουμε. Πράγματι πήγαμε και περάσαμε πολύ ωραία. Είχαμε πολύ κέφι κι η γυναίκα μου τους κούφανε όταν ανέβηκε στο τραπέζι να χορέψει τσιφτετέλι. Πολλά αντρικά μάτια γουρλώσανε από το ρυθμό, την κίνηση και τον αισθησιασμό της. Πάντα το χόρευε καλά αλλά αυτή την νύχτα ήταν τέλεια. Είχε καυλώσει πολλά αρσενικά είχε καυλώσει κι εμένα
Στο ξενοδοχείο που γυρίσαμε ξεσκιστήκαμε. Εδώ θα πρέπει να σας πω ότι είμαστε αρκετά ενεργείς στο σεξ τώρα μάλιστα που έχουμε πολύ χρόνο και λίγες έννοιες του δίνουμε και καταλαβαίνει. Παίζουμε με νέες ιδέες, διαβάζουμε ιστορίες, βλέπουμε τσόντες, έχουμε έντονες, ιδιαίτερα προκλητικές και ‘βρώμικες’ φαντασιώσεις που προσπαθούμε να τις αναπαραστήσουμε όσο πιο πολύ πειστικά και ρεαλιστικά μπορούμε υποδυόμενοι ρόλους και χρησιμοποιώντας όργανα και βοηθήματα όπως δονητές, τσιμπίδια, dildos, strapon, πραγματικά ομοιώματα κ.ά. που έχουμε κατά καιρούς προμηθευτεί. Έχω γίνει για τις ανάγκες των παιχνιδιών αυτών υδραυλικός, μπάτσος, pizza delivery boy, κερατάς που οι διαρρήκτες με δέσανε και μου γαμήσανε την γυναίκα, φαντάρος, ταχυδρόμος κ.ά. ενώ αυτή έγινε αδελφή νοσοκόμα, γειτόνισσα, κουμπάρα, bar woman, πουτάνα, μάλιστα τον τελευταίο ρόλο τον έπαιξε τόσο πειστικά που στήθηκε ένα βράδυ στην Αθηνάς κι έκανε πεζοδρόμιο με κάποιους περαστικούς κι ένα αυτοκίνητο. Δεν έγινε τίποτα βέβαια. Κάποια αργκό πειράγματα κονόμησε και  κάποια νταλαβέρια για την τιμή έκανε όχι για να συμφωνήσει αλλά για να παίξει εμένα στο απέναντι πεζοδρόμιο «Μου δίνει τόσα το παλικάρι εσείς κύριε;» φώναξε «τα διπλά» είπα «θα πάω με τον κύριο, λυπάμαι άλλη φορά θα τη βρούμε» του είπε κι ήρθε σ’ εμένα. Φουντώσαμε με τη φάση και βγάλαμε τα μάτια μας σ’ ένα φθηνό ξενοδοχείο της περιοχής. 
Τρίτα πρόσωπα γνωστά ή άγνωστα είναι συχνά μέσα σ’ αυτές τις φαντασιώσεις και τα παιχνίδια μας αλλά ποτέ δεν προσπαθήσαμε να τις βιώσουμε πραγματικά. Έτσι κι εκείνο το βράδυ τα λάγνα βλέμματα που προκάλεσε η γυναίκα μου, ο πόθος που ήταν ορατός στα βλέμματα των θαμώνων, είχαν φουντώσει την καύλα μας. Είχαμε πολύ διάθεση για παιχνίδι, οι διάλογοι μας ήταν προκλητικά καυτοί και τα αλληλοπειράγματα αληθοφανή επίσης. «Ποιον γούσταρε;», «Ποιον θα ‘παιρνε;», «Ποιο γούσταρα εγώ να την γαμήσει;», «Θα πληρωνότανε;», «Θα τη γαμούσα ή θα την έβλεπα;», «Θα την παίρναμε παρτούζα ή θα την άφηνα μόνη και θα μου ‘ρχοτανε το πρωί καταγαμημένη από παντού στο ξενοδοχείο;». Η πούτσα μου έβραζε, οι τρύπες της καίγανε, τα δάχτυλα μου χορεύανε, η γλώσσα μου επίσης αλλά δεν φτάνανε να σβήσουν την πυρκαγιά που είχανε όλες οι ερωτογενής της περιοχές μουνί, κώλος, χείλη, λαιμός, στήθη με ρώγες κανόνια, λαγόνες, κοιλιά, μπούτια δεν είχαμε φέρει και κανένα από τα βοηθήματα για να παίξουμε αλλά πώς να φέρεις; Να σε πιάσουνε οι  τούρκοι και να πας σε καμιά φυλακή σαν το εξπρές του μεσονυκτίου; Η καύλα όμως τέχνες κατεργάζεται. Πήρα μια καπότα και την γέμισα με βαμβάκι που βρήκα στο μπάνιο κι έτσι έφτιαξα ένα αξιοπρεπή φαλό που βοήθησε λίγο τα πράγματα αλλά δεν έφτανε να σβήσει την φωτιά. Τότε πήρα ένα πλαστικό μπουκάλι coca-cola το γέμισα με καυτό νερό, τύλιξα με βαμβάκι ξια να είναι μαλακό και το ‘χωσα σε μια καπότα. Το βοήθημα αυτό ήταν ιδιαίτερα αποτελεσματικό, θες το βάρος του, θες η ζέστη του, θες ο όγκος και το στήσιμό του την ξετρέλαναν. Το έχωσε μέσα της και το έχυσε δυο επανωτές φορές, χώρια τις άλλες από το άλλο βοήθημα, τα χέρια, την γλώσσα και τον πούτσο μου. Η γυναίκα μου είναι πολυοργασμική και το επιβεβαίωσε για άλλη μια φορά.
Την άλλη μέρα είμαστε όλο ζαχαρώματα, υπονοούμενα και πειράγματα από την  είτε τρώγαμε πρωινό, είτε φτιάχναμε τα πράγματα μας για την αναχώρηση, είτε πηγαίναμε προς το αεροδρόμιο. «Δεν κρατιούνται τα υγρά σου, ξεχειλίζουν» της είπα κάποια στιγμή. «Αφού δεν άφησες τα λιγούρια να μου τα ρουφήξουν χθες στο κέντρο» ανταπάντησε. «Σιγά μην τους καθόσουνα» αντέτεινα. «Ας μ’ άφηνες και θα ‘βλεπες» με κάρφωσε. «Δεν κατάλαβα να κακοπέρασες χθες» την κόντραρα.  «Άλλο πούτσα γλυκέ μου κι άλλο μπαμπάκι και κουτάκι» μου πέταξε. «Ξεψαρώσαμε τώρα και δεν μας κάνει ο δονητής;» της την γύρισα. «Το μπλέντερ σε κουνεί η πούτσα σε γαμεί» μου είπε θριαμβευτικά που με τάπωσε. «Σκάσε μωρή καργιόλα με καύλωσες» είπα. «Τώρα που θα φτάσουμε στο αεροδρόμιο μανάρι μου θα στον ρουφήξω όλον στις τουαλέτες και μετά θα κάτσω πάνω του για να μου σπάσει την μήτρα». Είχαμε ξεφύγει και κινδυνεύαμε να μας πάρουν χαμπάρι. Τελικά φτάσαμε όλο χαρά στο αεροδρόμιο κι εκεί μας ήρθε η μπούφλα. Η αεροπορική εταιρία είχε αναστείλει όλες της τις πτήσεις. Επικρατούσε κομφούζιο. Κάποιοι βρήκανε πτήσεις με άλλες εταιρίες. Οι περισσότεροι ξεμείναμε. Το γραφείο είχε τρεις εναλλακτικές προτάσεις. Ή θα φεύγαμε οδικώς με πούλμαν του γραφείου ή θα αναμέναμε στο αεροδρόμιο σε λίστες αναμονής άλλων εταιριών κι όποτε φεύγαμε με κίνδυνο να διανυκτερεύσουμε εκεί ή θα μπαίναμε σε πτήσεις της επόμενης μέρας και θα μέναμε σε ξενοδοχείο με δική μας χρέωση. Οι περισσότεροι έμειναν να περιμένουν στο αεροδρόμιο. Αρκετοί έφυγαν με πούλμαν και καμιά δεκαριά προτιμήσαμε να μείνουμε σε ξενοδοχείο και να φύγουμε την επομένη. Το ταξιδιωτικό γραφείο μας έκλεισε πτήση για την επομένη στις 8μμ, μας έδωσε όνομα και διεύθυνση ξενοδοχείου και μας είπε πώς να πάμε με το μετρό. Δεν φεύγαμε όλοι μαζί ούτε μέναμε στο ίδιο ξενοδοχείο. Φύγαμε οι δυο μας και πήραμε το μετρό. Το νέο ξενοδοχείο μας ήταν στην περιοχή Ακσαράι περίπου 800μ από τη στάση του μετρό και πολύ κοντά  στη θάλασσα. Φτάσαμε αργά το μεσημέρι και το δωμάτιο ήταν ευρύχωρο. Φάγαμε γιτι ήταν πια απόγευμα και ξεκουραστήκαμε από την ταλαιπωρία της μέρας. Όταν βγήκαμε είχε νυχτώσει, πήγαμε για καφέ κι ύστερα βόλτα στην παραλία.. Εκεί που βαδίζαμε σ’ ένα πάρκο υπήρχαν δυο μουσικοί ο ένας βιολί κι άλλος μπεντίρ που έπαιζαν θαυμάσια ανατολίτική μουσική με μοντέρνα έκφραση. Καθίσαμε σε παγκάκι τους δώσαμε χρήματα και τους απολαμβάναμε. Πήγα κι έφερα παγωτά τσιγάρα και μπύρες. Περαστικοί καθόταν τραβούσαν βίντεο κάποιοι τους έβαζαν χρήματα στην ανοιχτή θήκη του βιολιού κι έφευγαν οι μόνοι που έμεναν σταθεροί είμαστε εμείς. Η μουσική μας είχε φτιάξει, τους προσέφερα μπύρες και χρήματα και συνέχισαν. Το κέφι είχε ξανάρθει. Θυμηθήκαμε τα χθεσινά κι αρχίσαμε τα πειράγματα. «Φαντάσου να σου σέρνει το δοξάρι στο μουνάκι σου ο βιολιτζής» της είπα σε μια δόση. «Θα το έφερνες να μου το παίξει;» ρώτησε προκλητικά. «Γιατί όχι θα τον κάνουμε ανθρώπινο δονητή, Ποιος το ξέρει, ποιος θα μας δει; Αρκεί να μη κωλώσεις» την πρόγκισα περιπαικτικά. «Αν εσύ δεν κωλώνεις φέρε τον μου Εγώ εντωμεταξύ πάω στο ξενοδοχείο να φτιαχτώ» είπε και σηκώθηκε κι έφυγε αφήνοντας με σύξυλο. Έμεινα εκεί μετέωρος μη ξέροντας τι να κάνω. Αλήθεια ή Θάρρος; Παιχνίδι ή πραγματικότητα; 
Μετά από κάποια ώρα μπήκα στο δωμάτιο του ξενοδοχείου. Ήταν εκεί. Καθότανε και κάπνιζέ. Φορούσε ένα νεγκλιζέ κομπινεζόν με τιραντάκι και τις ψηλοτάκουνες γόβες της. Ήταν σταυροπόδι κι έπαιζε το πάνω πόδι της ηδονικά. Γύρισε και με κοίταξε λοξά. «Τον έφερες ή κώλωσες;» μου πέταξε ειρωνικά. «Τον έφερα» είπα. Με κοίταξε υποτιμητικά και μου είπε «Και πού ‘ντον;» «Έξω» είπα και συνέχισα «τον θέλεις σίγουρα;» Σηκώθηκε ήταν πολύ όμορφη και αισθησιακή «Γιατί να μην τον θέλω; Πούτσα θα φάω κι εσύ θα βλέπεις ή το πολύ θα με γαμήσεις κι εσύ. Διπλό καλό για μένα, μισό για σένα;» είπε με το ίδιο σνομπ υφάκι. «ΟΚ» είπα ξερά κι όρμησα προς την πόρτα «Σταμάτα» άκουσα τη φωνή της πίσω μου. Γύρισα κι είδα άλλη εικόνα. Ήταν έτοιμη να καταρρεύσει. Ο φόβος κι η αγωνία ήταν έντονα στο πρόσωπο της. Πήγα διπλά της. Την αγκάλιασα. «Τι συμβαίνει;» ρώτησα αλλά αντί απαντήσεως μπλέξαμε σ’ ένα παθιασμένο φιλί διαρκείας. Όταν ξεκολλήσαν τα χείλη αλλά τα σώματα παρέμεναν δεμένα την άκουσα να μου ψιθυρίζει απολογητικά σχεδόν με κλαφτά «Το θέλω, το θέλω πολύ αλλά φοβάμαι. Όταν κωλώνω ηρεμώ κι όταν ηρεμώ θλίβομαι και νευριάζω που δεν το ‘κανα»  Την κράτησα πιο σφιχτά στην αγκαλιά μου, δεν είπα τίποτα και συνέχισε. «Το ξέρω ότι κι εσύ θα θελες να με δεις να γαμιέμαι. Άλλο να γαμάς κι άλλο να βλέπεις. Άλλη ηδονή, άλλη κατάσταση. Όταν βλέπεις, βλέπεις θέσεις, στάσεις, εντάσεις, ηδονές, λεπτομέρειες. Το μάτι είναι πύλη ηδονής. Κι εγώ θα ήθελα να σε δω να πηδάς άλλη. Είναι ερεθιστικό να βλέπω τι της προκαλείς πως εκδηλώνεται πως αντιδρά.» Μιλούσε και παραμιλούσε μαζί. Ερεθιζότανε από το λόγο της. Τώρα καθότανε ο ένας απέναντι στον άλλο και συνέχιζε «Ναι δε στο κρύβω και άντρα θα ήθελα να σε δω να πηδάς Μπρατσωμένο αθληταρά λούκρα του κερατά. Να τον πηδάς σαν κωλομπαράς όμως όχι σαν bi αλλαξοτσίμπουκα κι έτσι. Ξεκώλιασμα κανονικό κι από κάτω εγώ να με γαμάμει από το γαμήσι που του ρίχνεις. Να τον ξεπατώνεις και να με ξεμουνιάζει κι εμένα. Και παθητικό κι αδύναμο θέλω να δω να τον ξεσκίζεις. Να στον κρατώ αγκαλιά και να τον ξεκωλιάζεις. Οι πούστηδες γαμιούνται απελπισμένα λες και δεν υπάρχει αύριο κι είναι ωραίο να τους βλέπεις. Έτσι θέλω κι εγώ να γαμηθώ μ’ άλλο απελπισμένα. Θέλω να με βλέπεις και να με πηδάς με τα μάτια πρώτα κι ύστερα με την ψωλή αλλά φοβάμαι. Φοβάμαι το μετά, είναι άγνωστο και δεν το ξέρω. Θα ‘θελα το ‘πριν’ να προσπεράσει το ‘παρόν’ σα να μην υπήρξε, και να γίνει ‘μετά’ με τα πράγματα ίδια. Όπως σε ταινίες στο μοντάζ. Όπως τον υπολογιστή που κανείς delete και το ‘παρόν’ εξαφανίζεται. Θα ήθελα το ‘μετά’ να είναι σαν να μη συνέβη τίποτα. Αλλά γίνεται αυτό;»
Σταμάτησε, της πρόσφερα τσιγάρο για να καλμάρω την ένταση και την παρλάτα. Πήρε κάποιες ρουφηξιές μαζί κι εγώ και της είπα «Ξέρεις μπορεί κάτι να γίνει. Μπορεί να διαγράψουμε κατά κάποιο τρόπο το παρόν ώστε να μην επηρεάσει το ‘μετά’ στο μέλλον». «Πώς;» είπε και με κοίταξε με απορία. «Αν δε το δεις το παρόν δεν υπάρχει. Μπορεί να το αισθανθείς αλλά είναι κάτι μεταξύ φαντασίας ή πραγματικότητας» συνέχισε να με κοιτά με απορία. «Άμα σου δέσω τα μάτια θα βιώσεις την όποια κατάσταση αλλά δεν θα την δεις. Άμα μάλιστα δεν μιλάς κιόλας παρά θα επικοινωνείς με κίνηση του χεριού στο ‘ναι’  και ακινησία στο ‘όχι’ ουσιαστικά δυο βασικές σου αισθήσεις θα είναι off.» «Εντάξει φώναξε τον» είπε και το πρόσωπο της φωτίστηκε. «Πάτα send το μήνυμα και θα ‘ρθει, είναι από κάτω» της είπα δίνοντας το κινητό και δείχνοντας κάτω απέναντι στο περίπτερο που περίμενε ο βιολιτζής. «Γιατί δεν πατάς εσύ;» ρώτησε με απορία. «Εντάξει θα το πατήσουμε μαζί. Μαζί στο ‘πριν’, μαζί στο ‘παρόν’ μαζί και στο ‘μετά’». Πατήσαμε.
Είμαστε στα τρελά φιλιά και χάδια όταν κτύπησε η πόρτα. Η γυναίκα μου σηκώθηκε όρθια και της έδεσα τα μάτια. «Θα έρθω πλάι σου για να σε οδηγώ» είπα κι άνοιξα την πόρτα. Υπήρξαν κάποιες στιγμές αγωνίας κι αμηχανίας. Πήγα πίσω της κι έκανα νόημα στον επισκέπτη να περιμένει. «Τώρα σε γραδάρει και τον έχει καυλώσει. Θέλεις να του δείξουμε λίγο βυζάκι;». Μου έπιασε το μπούτι ένδειξη ότι συμφωνεί. Έριξα το τιραντάκι κι αποκάλυψα το βυζί. Το χούφτωσα κι έπιασα την ρώγα που είχε γίνει κάγκελο, την χάιδεψα, την έτριψα και την τσίμπησα. «Να του δείξουμε και τ’ άλλο βυζάκι;» ρώτησα και μου έπιασε πιο δυνατά το μπούτι.  Χούφτωσα από πίσω προς τα εμπρός και τις δυο της βυζάρες, τις μάλαζα και τις πρότεινα στον επισκέπτη που πια είχε βγάλει έξω την πούτσα του και την έπαιζε. «Να πιάσει κι αυτός τις βυζάρες να γλυκαθεί έχει καρακαυλώσει ο άνθρωπος;» είπα και μου έσφιξε το πόδι. Του έκανα νόημα κι αυτός πλησίασε και χούφτωσε τις βυζάρες της κι άρχισε να τις μαλάσει σα να τις άρμεγε. Πολύ γρήγορα έσκυψε και ξεκίνησε να τις, φιλάει, να τις γλύφει και να τις ρουφάει. Χλιμιντρούσε αυτός, βογκούσε αυτή, επιβράβευα μ’ επιφωνήματα εγώ. Η γυναίκα μου με δυσκολία στεκόταν όρθια πάνω στις ψιλιτάκουνες γόβες. Ευτυχώς που στηριζόταν με την πλάτη της πάνω μου. Τα χύσια της όπως κυλούσανε γυαλίζανε τα μπούτια της. Τώρα την χουφτώναμε παντού κι δύο. Σε μια φάση ο δείκτης του επισκέπτη με τον αντίχειρα το δικό μου βρέθηκαν να της δαχτυλιάζουν μαζί το μουνάκι. «Σ’ αρέσει που μας παίρνεις παρτούζα τα δάχτυλα;» Τα νύχια της χώθηκαν στη σάρκα μου αντί απαντήσεως ενώ βρυχήθηκε και τρίκλισε ταυτόχρονα αφού ήταν αδύνατο να κρατηθεί όρθια. Την πήρα αγκαλιά και την ξάπλωσα στο κρεβάτι. Πήρε κάποιες ανάσες. Τα πόδια της σηκώθηκαν σε γωνία κι άνοιξαν ενώ οι πατούσες της ακουμπούσαν στο κρεβάτι. Ο τύπος έσκυψε την αγκάλιασε από τις λαγόνες και την έσυρε στην άκρη του κρεβατιού χωρίς να αλλάξει στάση. Της άνοιξε και της έγλυψε λίγο το μουνάκι. Η δικιά μου βαριανάσαινε. Τότε έβγαλε το δοξάρι κι άρχισε να της το τρίβει πάνω κάτω στο μουνάκι. Αυτή μου βούτηξε το χέρι και το δάγκωνε με μανία. Όταν μαζί με το δοξάρι έβαλε στο μουνάκι της, την γλώσσα και το δάχτυλό του μαζί πέταξε το χέρι μου και φώναξε «Χύνω! Χύνω! Χύνω!». Η ομιλία δεν μπορούσε να κρατηθεί μαζί με τα χύσια της. Μετά από κάποια λεπτά που ηρέμησε της πήρε τα πόδια στους ώμους του και στήθηκε να χώσει το μαυριδερό τέρας του στο μουνάκι της «Τώρα θα σε γαμήσει συμφωνείς;» «Ναιιιι» έκανε παρατεταμένα, σήκωσε τις λαγόνες και πρότεινε το μουνάκι της για να πηδηχτεί. Ο τύπος μπήκε αργά-αργά μέσα της εξερευνώντας τα όρια και τις αντοχές της σπηλιάς της. Σήκωσε τα χέρια της και μ’ έψαξε. Μ’ αγκάλιασε και μ’ έσυρε πάνω της. Αναζήτησε τα χείλη μου και κόλλησε τα δικά της. Φιληθήκαμε παθιασμένα ενώ την γαμούσε. Όταν ξεκολλήσαμε για να πάρουμε ανάσα μου ψιθύρισε «Έχυσα». Κοίταξε προς τον τύπο που συνέχιζε στον ίδιο ρυθμό. Η πούτσα καθώς έβγαινε για να ξαναμπεί ήταν γεμάτη υγρά και γυάλιζε από τι χύσιμο της κυράς μου. Συνεχίσαμε να φιλιόμαστε και να χαμουρευόμαστε ενώ την γαμούσε. «Ξανάχυσα» μια κάποια στιγμή «Αυτός τίποτα» είπα. «Αν συνεχίσει έτσι θα χύσω δέκα φορές πριν χύσει αυτός μία, θα με ξεπατώσει». «Να του πω να κάνει γρήγορα» προθυμοποιήθηκα. «Όχι, μ’ αρέσει. Μπαίνει και μου πιέζει τον πάτο του κόλπου, μου τεντώνει τα τοιχώματα στο όριο και μου μπουκώνει την τρύπα». «Δε σε γαμά αλλά σου ταΐζει την τρύπα που λένε» διαπίστωσα ερωτηματικά. «Ναι, ναι» είπε. Εκείνη την ώρα άρχισε να ανεβάζει ρυθμό και σε λίγο άρχισε το καταχτύπι. Η δικιά μου ούρλιαζε. Σε μια δόση μου φωνάζει «Δώσε τον μου τσιμπούκι κι εσύ να σας πάρω παρτούζα». Της τον έδωσα όχι για πολύ γιατί της τα αμόλησα όλα μέσα στο στόμα. Τα ήπιε, με καθάρισε αλλά δεν άφηνε και τον πούτσο από το στόμα της. Ήθελα να κατουρήσω αλλά αυτή με τρόμπαρε. Ευτυχώς τραβήχτηκα και πήγα τουαλέτα. Όταν γύριζα ο τύπος έκανε σα τραίνο σ’ ανηφόρα κι έχυνε μέσα της. Ευτυχώς σε καπότα. Έπεσε τα’ ανάσκελα για να συνέλθει. Η δικιά μου δεν τον άφησε. Πέταξε την κορδέλα από τα μάτια του πήρε την πούτσα κι άρχισε να την τρομπάρει. Δεν την χωρούσαν τα δυο της χέρια. Του έγλυφε τ’ αρχίδια, τα ρουφούσε εναλλαξ και μόνο που δεν τα κατάπινε. Τον ξανακαύλωσε και του κατσε καβάλα. Γαμιότανε στο καυλί του και δεν τον άφηνε να την αγγίξει. Του ‘δεσε τα χέρια με την κορδέλα που είχε πιο πριν στα μάτια. Χτυπιότανε πάνω του μέχρι που έχυσε. Αυτός ήταν καυλωμενος αλλά δεν είχε χύσει. Τότε με έβαλε να κάτσω στην άκρη του κρεβατιού και κάθισε πάνω μου με τον κώλο. Η πλάτη της ήταν πρόκληση. Την φιλούσα και την δάγκωνα ελαφρά. Βόλεψε το καυλί μου στη σούφρα της κι έβαλε τις πατούσες πάνω στους μηρούς. Μου ζήτησε ν’ ανοίξω τα πόδια μου και τα δικά της ακολούθησαν. Ήμουν το κάθισμα που αυτή καθότανε. Του έκανε νόημα. Αυτός ήρθε από μπροστά και χώθηκε στο μουνί της. Την πήραμε παρτούζα σ’ αυτή τη θέση για πολύ ώρα μέχρι που χύσαμε κι οι τρείς. Εγώ τα πέταξα ελεύθερα στο βάθος του κώλου της κι αυτός πάλι σε καπότα που γυάλιζε όταν βγήκε από το χύσιμο της κυράς μου.
Τον αφήσαμε να ξεκουραστεί στο κρεβάτι ενώ εμείς κάναμε τσιγάρο κι αγκαλιές αγάπης στον καναπέ. «Μουγγός είναι;» με ρώτησε κάποια στιγμή. «Όχι αλλά δε μιλά καμιά άλλη γλώσσα εκτός από την μητρική του» απάντησα. «Μα πως συνεννοηθήκατε;» ρώτησε εύλογα. «Συνεννοήθηκα στα αγγλικά με τον μπαρί του τον ντεφιτζή» είπα «Και γιατί δεν ήρθε εκείνος παρά αυτός;» ρώτησε ξανά. «Γιατί αυτόν είπες ότι γούσταρες κι άλλωστε βιολί το μουνάκι σου ο βιολιτζής θα έπαιζε κι όχι ο ντεφιτζής». Τώτα οι αγκαλιές και τα χουφτώματα είχαν γίνει πιο έντονα κι αυτή με καβάλησε στο καναπέ και με φιλούσε καθισμένη στα πόδια μου. «Γιατί δεν μπορούσαν να έρθουν κι οι δυο;» ρώτησε σκερτσόζικα. «Θα μπορούσαν αν τους ήθελες κι αν τους μπορούσες» την κάρφωσα. «Παρτούζα με τρεις; Ωραίο θα ήτανε και που είναι τώρα ο ντεφιτζής;» ρώτησε. «Στο περίπτερο κάτω περιμένει τον φίλο του να τελειώσει». «Δεν είναι κρίμα να περιμένει κάτω στο κρύο μόνος του;» αναρωτήθηκε ναζιάρικα ρίχνοντας μου ένα γλωσσόφιλο. «Ναι» είπα όταν άφησε ελεύθερα τα χείλη μου «Τον θες; Θα μας πάρεις και τους τρεις;» ρώτησα κοιτώντας την στα μάτια. «Ναι» είπε ενώ η ανάσα της είχε βαρύνει από την καύλα.
Ο ντεφιτζής ήρθε και την πήραμε παρτούζα για ώρα. Οι τρύπες της ήταν συνέχεια κατειλημμένες από τις πούτσες μας ενώ οι άλλες ερωτογενείς της περιοχές καλύφτηκαν από τα χάδια, τα φιλιά και τα χύσια μας. Μάλιστα γιατί αυτή την φορά οι γαμιάδες δεν χύσανε σε καπότες αλλά στο σώμα, στην μούρη και το στόμα της.
Το πρωί είμαστε αποκαμωμένοι ιδιαίτερα η κυρά μου που δεν μπορούσε ούτε στην τουαλέτα να πάει μόνη της. Πήραμε πρωινό στο δωμάτιο και φύγαμε στο αεροδρόμιο με ταξί γιατί με το μετρό ήταν αδύνατο να πάμε. 
Σήμερα δυο μήνες από τότε ζούμε στην ευφορία αυτών των στιγμών που ακόμα δεν ξέρουμε τι απ’ όλα ήταν φαντασίωση και τι πραγματικότητα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου