Παρασκευή 11 Φεβρουαρίου 2022

ΝΥΧΤΑ ΣΤΟ ΛΕΩΦΟΡΕΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗΣ

 Δημοσιεύθηκε από feastolan

Άλλη μία εβδομάδα δουλειάς έφτασε στο τέλος της. Παρασκευή βράδυ. Η Μαίρη έχει καθυστερήσει να φύγει από τη δουλειά της στο λογιστήριο κι έτσι αναγκάζεται να πάρει νυχτερινό δρομολόγιο για να γυρίσει στο σπίτι. Φοράει ένα ολόλευκο πουκάμισο και ίδιο χρώμα σουτιέν, το οποίο μετά βίας κρύβει τα μεγάλα στήθια της. Από πάνω, μόνο με μία ελαφριά ζακετούλα. Από κάτω, μια μακριά μαύρη φούστα χωρίς καλσόν και ένα ζευγάρι πέδιλα.
Το λεωφορείο καθυστερεί να έρθει. Ελάχιστα άτομα περιμένουν πια στη στάση, καθώς η ώρα είναι προχωρημένη, περί τις 9. Μαζί με όλους τους υπόλοιπους και ένας νεαρός Πακιστανός που ακούει μουσική με τα ακουστικά του κινητού του.
Μετά από 15 περίπου λεπτά, το λεωφορείο έρχεται. Μόνο η Μαίρη και ο Πακιστανός μπαίνουν και μάλιστα από την ίδια πόρτα. Εκείνος προτιμά να σταθεί όρθιος, ενώ εκείνη κάθεται στη γαλαρία, καθώς το λεωφορείο είναι σχεδόν άδειο. Μόνο 1-2 άτομα, επίσης ξένοι στο μπροστινό μέρος. Ο ένας όρθιος, ίσα που καλύπτει και τον καθρέφτη του οδηγού.
Η Μαίρη κάθεται αναπαυτικά στο κάθισμα δίπλα στο παράθυρο. Στριμώχνει την τσάντα της από τη μέσα μεριά και σηκώνει τη φούστα της μέχρι λίγο πάνω από τα γόνατα, ώστε να πάρουν αέρα τα μπούτια της από τη ζέστη που επικρατεί μέσα εκεί. Το λεωφορείο ξεκινάει γρήγορα και συνεχίζει το δρομολόγιο. Δεν έχει ιδιαίτερη κίνηση, αλλά η διαδρομή της επιστροφής έχει λίγο "μέλλον".
Κάποια στιγμή, ο Πακιστανός βαριέται την ορθοστασία και κάθεται και αυτός στο παραδίπλα κάθισμα. Έχει όμως ήδη "μπανίσει" τη Μαίρη με τον τρόπο που κάθεται. Η Μαίρη με καλεί από το κινητό της για να μου πει πως επιτέλους γυρίζει, ενώ πιάνουμε λίγο την κουβέντα. Εκείνη μου μιλά χαμηλόφωνα.
«Έχει κόσμο το λεωφορείο;»  ρώτησα «Όχι, δεν έχει σχεδόν καθόλου. Μόνο δύο άτομα μπροστά και εγώ με έναν νεαρό Πακιστανό τέρμα πίσω. Εκείνος ακούει μουσική. Και κάνει και ζέστη μέσα εδώ.» Όση ώρα μιλάμε, η Μαίρη ρίχνει επίσης κλεφτές ματιές στον νεαρό. Έχει ήδη βάλει το χέρι του ανάμεσα στα πόδια του και σκαλίζει με τρόπο το εργαλείο του. Κάποια στιγμή, γυρίζει και τη ρωτάει για κάποια στάση. Όλως τυχαίως, είναι η στάση στην οποία θα κατέβει και εκείνη. Ακολουθεί κι άλλη μία ερώτηση για την ώρα. Η Μαίρη κοιτάζει το ρολόι της και του απαντά με ήρεμο χαμόγελο. «Τι έγινε ρε μανάρι; Τι λέτε;» ξαναρώτησα. «Με ρώτησε για μία στάση και τι ώρα είναι.» 
«Πως τον βλέπεις; Καλός;» επέμενα. «Εντάξει μωρέ, νεαρός είναι. Καλός. Δεν είναι κι άσχημος. Λοιπόν... τι λέγαμε; Α, ναι…»
Συνεχίζαμε την κουβέντα μας μέχρι να επιστρέψει. Η Μαίρη γυρίζει σταυροπόδι και η φούστα της αποκαλύπτει περισσότερο μπούτι. Ο Πακιστανός αρχίζει να παθαίνει πλάκα. Προσπαθεί πλέον να πλησιάσει για να της βάλει χέρι και σκαρφίζεται να τη ρωτήσει πως λέγεται ο δρόμος που βρίσκονται, γιατί δε θέλει να χάσει τη στάση. Η Μαίρη δεν του δείχνει πως ενοχλείται που τη διακόπτει. Μάλιστα του λέει να παραμείνει κοντά της για να τον ειδοποιήσει πότε θα κατέβουν. Ενώ με το ένα της χέρι κρατάει το κινητό, σηκώνει και το άλλο και το στηρίζει στο χερούλι μπροστά της, αφήνοντάς του το "ελεύθερο" για να την αγγίξει.
Ο Πακιστανός με τρόπο πλησιάζει το χέρι του και ακουμπάει δειλά το μπούτι της από κάτω. Ο φωτισμός είναι σχετικά αδύναμος και το λεωφορείο αρκετά μεγάλο κι έτσι δεν πολυφαίνονται. Η Μαίρη συνεχίζει να μιλάει σαν να μη συμβαίνει τίποτα και τα δάχτυλα του Πακιστανού αρχίζουν να χαϊδεύουν την επιδερμίδα της. «Μωρό μου, μπορώ να σε αφήσω τώρα γιατί νιώθω ότι μου βάζει χέρι;» μου λέει κι εγώ απαντώ «Ναι κορμάρα μου, θα τα πούμε σε λίγο.»
Βάζει το κινητό στην τσάντα της και στηρίζει το κεφάλι με το χέρι της κοιτώντας έξω από το παράθυρο. Το χέρι του Πακιστανού χαϊδεύει το μπούτι της. Εκείνη αδιάφορη. Σε κάποια φάση κατεβάζει το πόδι της και σηκώνει λίγο πιο ψηλά τη φούστα της, κάτω από το κάθισμα. Το χέρι του χώνεται μέσα στη φούστα και χαϊδεύει πλέον τη μπουτάρα της κανονικά. Γυρίζει λίγο προς το μέρος του και το χέρι της αγγίζει το καβλί του, το οποίο ο νεαρός έχει βγάλει έξω. «Τι είναι μανάρι μου; Γουστάρεις να γαμήσεις;» τον ρωτάω. «Εσύ πολύ ωραίο γυναίκα. Θέλω να σε γαμήσω.» λέει με σπαστά ελληνικά που με καύλωσε και μόνο η προφορά τους. Τον βάζει να καθίσει σιγά-σιγά και με τρόπο στη θέση της, ενώ εκείνη κάθεται στα πόδια του. «Μην κάνεις τίποτα. Άστα όλα σε μένα. Και μη μιλήσεις καθόλου» του λέω. «Εντάξει, ντεν κάνει τίποτα» απαντά.
Κάθεται πάνω του και ρίχνει εντελώς τη φούστα πάνω στα μπούτια της, ενώ από κάτω όλα είναι ελεύθερα. Κλείνει τα χέρια της μπροστά και με το ένα λύνει τα κουμπιά της πουκαμίσας και βγάζει τα στήθια της από το σουτιέν. Παραμερίζει το δαντελωτό κιλοτάκι της, πιάνει το καβλί του, το τρίβει λίγο πάνω στα μουνόχειλά της και μόλις το κεφαλάκι βρίσκει το δρόμο για την τρύπα της και γλιστρά μέσα, το βυθίζει όλο στον κόλπο της. Αρχίζει να κουνιέται όσο γίνεται πιο σιγά για να μη γίνουν περισσότερο αντιληπτοί. Πιάνει το ένα του χέρι και το περνάει μέσα από την πουκαμίσα, για να του δείξει πως μπορεί να τη χουφτώσει και στο στήθος. Μόλις αγγίζει το στήθος της ο Πακιστανός, ξαφνικά δεν αντέχει και χύνει μέσα της.
Η Μαίρη δε σηκώνεται. Συνεχίζει να κουνιέται πάνω του, καθώς το καβλί του δεν έχει πέσει στο παραμικρό. Η καύλα τη ζορίζει πολύ από το να κρύψει την ηδονή από το πρόσωπό της. Το μόνο που καταφέρνει ακόμη να κάνει, είναι να διατηρεί μισόκλειστα τα μάτια της και κλειστό το στόμα της, προσπαθώντας να αναπνέει από τη μύτη. Γουστάρει τρελά αυτό που συμβαίνει μέσα στο λεωφορείο.
Μετά από κάμποση ακόμη διαδρομή και πάνω στην παραζάλη της, αντιλαμβάνεται πως σε λίγα λεπτά θα πλησιάσουν τη στάση. Απομένουν 3' μέχρι να φτάσουν. Η σκέψη που περνάει από το μυαλό της… "δεν γαμιέται, ας το κάνω". Σηκώνεται από πάνω του και κάθεται κανονικά μπροστά του, βυθίζοντας ξανά μέσα της το καβλί του.
«Σε λίγο φτάνουμε. Έτσι σε θέλω τώρα» του λέει. Χώνει το κεφάλι του μέσα στα στήθια της, τον αγκαλιάζει και τον καβαλάει πλέον κανονικά. Με το κεφάλι του χωμένο, η Μαίρη καυλώνει ακόμα περισσότερο. Κλείνει τα μάτια και απολαμβάνει τη σκληράδα του να σκάβει μέσα της. Να τρίβεται στο υγρό της μουνί. «Χύσε πάλι μέσα μου…» του λέει και ο Πακιστανός νομίζει ότι βλέπει όνειρο. 
Απομένουν ακόμη δύο στάσεις, ενώ ο Πακιστανός είναι έτοιμος να ξαναχύσει. Της αρπάζει τα κωλομέρια και τα πιέζει μέχρι να νιώσει τον πούτσο του να τερματίζει στη μήτρα της. Ξαναχύνει. Και μάλιστα πολύ. «Αχ, τα νιώθω. Αχ, μωρό μου… τα νιώθω!» λέει ψιθυριστά ενώ στην πραγματικότητα θέλει να ουρλιάξει. Το λεωφορείο φτάνει στη στάση. Η Μαίρη μόλις προλαβαίνει να καταλάβει πως πρέπει να πατήσει το κουμπί. «Γαμώ την πουτάνα μου, θα χάσουμε τη στάση» λέει νευριασμένη.
Δεν προλαβαίνουν καν να ανασκουμπωθούν, ενώ η Μαίρη προλαβαίνει να σηκώσει το φερμουάρ της ζακέτας για να βγει. Ευτυχώς, η στάση δεν έχει πολύ φωτισμό και καθόλου κόσμο. «Έλα μαζί μου. λίγο παρακάτω είναι το σπίτι μας…» του λέει και με παίρνει από το κινητό. «Έλα, να σου πω, έχω τον Πακιστανό μαζί μου. Έχουμε ήδη πηδηχτεί δύο φορές και γουστάρω κι άλλο». «Καλά, κατάλαβα» λέω «Ελάτε. Φαίνετε σου άρεσε;». «Ναι, πολύ κι αυτά που έχω στο μυαλό ακόμη περισσότερο» λέει κι η φωνή της αντανακλά την καύλα της.
«Θέλω να με ξαναγαμήσεις για να τελειώσω. Αντέχεις;» τον ρωτάει. «Ναι, ναι πολύ αντέχω, τέλω πολύ κι εγώ γκαμήσει» απαντάει. «Είναι ο άντρας μου στο σπίτι, αλλά μην τρομάξεις. Δεν πειράζει.» 
Κλείσαμε την συνομιλία και σε λίγο χέρι-χέρι φτάνουν στο σπίτι και μπαίνουν φουριόζοι. Ο Πακιστανός τρομάζει λίγο όταν με βλέπει, αλλά η Μαίρη δεν κρατιέται άλλο και τον τραβάει στο δωμάτιο. Ευτυχώς, ο μικρός έχει μείνει στη γιαγιά του για απόψε.
«Γδύσου!» του λέει επιτακτικά η Μαίρη και βγάζει κι αυτή επιτόπου τα ρούχα της και ξαπλώνει ολόγυμνη και σηκώνει πίσω τα πόδια της. Ο Πακιστανός δεν έχει ξεκαυλώσει εντελώς. Ξαπλώνει επάνω της και της χώνει ξανά τον πούτσο του. Με λίγα ακόμα κουνήματα, καταφέρνει να την κάνει να χύσει κολπικά. Ενώ προσπαθεί να ηρεμήσει, εκείνος συνεχίζει να τη γαμάει προσπαθώντας και εκείνος για μία τρίτη φορά. «Εγώ τελείωσα μαυρούκο μου και ηρέμησα. Τώρα μπορείς να ξαναχύσεις και εσύ» του λέει με ένα γλυκό χαμόγελο και μία ηρεμία στο βλέμμα της, τον νιώθει να κουνιέται ολόκληρος μέσα της. Δεν του λέει ούτε λέξη. Βάζει τα χέρια της πάνω από το κεφάλι της και αφήνεται να τη γαμάει. Βρίσκω ευκαιρία και τη ρωτάω πως έγινε. Μου εξήγησε όσο προλάβαινε πριν τελειώσει μέσα της για τρίτη φορά.
Μετά από λίγο, ακούγεται έτοιμος να τελειώσει. Χώνεται όλος μέσα στη λεκάνη της και της αδειάζει για τρίτη φορά το σπέρμα του. Μόλις τελειώνει, γυρίζει και ξαπλώνει δίπλα της, στη θέση τη δική μου. Πριν περάσει μισό λεπτό, ο πούτσος του έχει "μαζέψει", ενώ εκείνος μόλις καταφέρνει να ξαναβρεί τις ανάσες του. Με κοιτάζει κουρασμένος.
«Συγκνώμη φίλος» λέει απολογητικά. «Δεν πειράζει βρε 'συ. Αρκεί που το θέλατε και οι δύο» τον καθησυχάζω. Μετά από λίγο, ο νεαρός ξαναντύνεται και ετοιμάζεται να φύγει. Δε ρωτήσαμε καν το όνομά του, ούτε ζητήσαμε τηλέφωνο. Δεν προτιμήσαμε τίποτα απ' τα δύο. Ίσως ήταν καλύτερα να υπάρχει και κάτι "ανώνυμο" στις αμαρτίες μας. Μας ευχαρίστησε, τον ευχαριστήσαμε και έφυγε μέσα στη νύχτα. Η Μαίρη μπήκε στο μπάνιο για να πλυθεί και εγώ ξάπλωσα για να δω μία ταινία στην τηλεόραση, περιμένοντάς τη για να κοιμηθούμε.
Δεν κατάλαβα πότε και πως ήρθε από πίσω μου εκεί που καθόμουν στον καναπέ. Ένοιωσα τα χέρια της αργά κι ηδονικά να ξεχύνονται από την πλάτη πίσω προς το στήθος. Να προχωρούν προς τα κάτω σε ρυθμό αργόσυρτου μπλουζ, να παρασέρνουν ότι βρίσκουν στο διάβα τους και να αγκαλιάζουν τα δάχτυλα πρώτα κι ύστερα οι παλάμες τον πούτσο μου. Αφέθηκα. Σε λίγο ακολούθησε και το σώμα της. Σαν χέλι ξεχύθηκε από πάνω προς τα κάτω. Αρχικά τα χειλάκια της ξεκίνησαν από το κεφάλι μου μετά τα βυζάκια ήρθαν να γλείψουν τα δικά μου χείλη χωρίς να τους κάτσουν να τα πιπιλίσω. Ούτε το μουνάκι ή τα μπουτάκια της κάτσανε να τα γλείψω. Σαν εσάρπα το σώμα της διέτρεξε το δικό μου από πάνω κι αντίθετα κι ήρθε και κουλουριάστηκε στα σκέλια μου κρατώντας ακλόνητα το καυλί μου που δεν το άφησε ούτε δευτερόλεπτο. Με το ένα χέρι μου έπαιξε τα αρχίδια και με το άλλο κρατούσε το καυλί μου και το ρουφούσε. Δεν άντεχα άλλο και τα άδειασα όλα μέσα στο στόμα της τα ήπιε χωρίς να αφήσει γραμμάριο. Δεν με άφησε όμως συνέχισε να με τρομπάρει μέχρι που μου τον ξανασήκωσε. Την έριξα πάνω στο χερούλι του καναπέ. Το σώμα της μέσα και τα πόδια της απ’ έξω. Πήγα πίσω της και χώθηκα στην σούφρα της με την μια. Ήταν μαλακός και με περίμενε. Τόση ώρα με έφτιαχνε η πουτάνα για να την ξεσκίσω. Την ξεκώλιαζα έτσι για κανένα μισάωρο. Έσκουξε, βογκούσε αλλά το γούσταρε. Άλλωστε γι αυτό τα έκανε όλα. Δεν ξέρω πόσες φορές έχυσε, εγώ πάντως όταν δεν άντεχα άλω της τα πέταξα όλα στο λαγούμι, την πήρα αγκαλίτσα και κοιμηθήκαμε.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου